3,274,903
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπήβολος''': -ον, ὁ, [[κάτοχος]], [[κύριος]], | |lstext='''ἐπήβολος''': -ον, ὁ, [[κάτοχος]], [[κύριος]], μετὰ γεν., οὐ… νηὸς [[ἐπήβολος]] οὐδ’ ἐρετάων [[γίγνομαι]] Ὀδ. Β. 319· τουτέων [[ἐπήβολος]] γενόμενος Ἡρόδ. 5. 94· τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας ὁ αὐτ. 8. 111· τερπνῆς… τῆσδ’ ἐπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 542· ἐπ. φρενῶν, Λατ. compos mentis, ὁ αὐτ. Πρ. 444, Σοφ. Ἀντ. 492· ἐπιστήμης, παιδείας ἐπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, Νόμ. 742Β· οὐκ ἐπήβολοι γεγόνατε τῆς καλλίστης ᾠδῆς [[αὐτόθι]] 666D· μετ’ ἀπαρ., ἐπιδέξιος, κλέψαι ἐπηβολώτατος Πλουτ. Ἄρατ. 10. 2) ἁρμόζων, [[πρέπων]], γυναιξὶν [[πόνος]]… ἐπάβολος Θεόκρ. 28. 2· ἠέ τι καὶ κλήροισιν ἐπήβολα, «[[ἤγουν]] μέτοχα τοῖς ἡμετέροις χωρίοις... οἱονεὶ τὰ ἡμέτερα» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 232. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ ἢ κερδήσῃ, [[ἐπήβολος]] ἅρματι [[νύσσα]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1272. (Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Πρόσθ.) 4303a. 20, φέρεται ἐφήβολος:- ἴδε Ruhnk. Τίμ., Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 453, Λοβ. Φρύν. 699).- Περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς συνθέτων ἴδε Γλωσσ. Παρατηρήσεις Κόντου ἐν σ. 190 § 72. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |