Anonymous

ἐνδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδέχομαι''': Ἰων. - [[δέκομαι]]: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ. Ἀναδέχομαι, Λατ. suscipere, ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τὴν αἰτίαν, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 352. 26. ΙΙ. δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, Λατ. accipere, τὸν λόγον Ἡρόδ. 1. 60· τοὺς λόγους ὁ αὐτὸς 5. 92, ἐν ἀρχῇ, 96 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 632, Θεσμ. 1129· τὰ λεγόμενα Θουκ. 3. 82· τὴν συμβουλίην Ἡρόδ. 7. 51· διαβολὰς ὁ αὐτὸς 3. 80· ἐνδ. ἀπόστασιν = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον ὁ αὐτὸς 3. 128· [[οὕτως]], ἐνδ. τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Θουκ. 8. 50. 2) παρ᾿ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]], δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[πιστεύω]], Λατ. accipere, τὸ πλεῖστον μετ᾿ ἀρν., [[ἀρχήν]]... οὐδὲ [[ἐνδέκομαι]] τὸν λόγον 5. 106· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδ. ἀρχὴν 4. 25, πρβλ. 3. 73., 237· μετ᾿ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι..., οὐ γὰρ ἤγαγε ἐνδ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμὸν 3. 115. 3) ἀπολ., δίδω ἀκρόασιν, [[προσέχω]], σὺ δ᾿ ἐνδέχου Εὐρ. Ἀνδρ. 1238, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834D· [[περί]] τινος οὐδ᾿ ὁπωσοῦν [[ἐνδέχομαι]], ἀρνοῦμαι νὰ ἀκούσω ἔστω καὶ μίαν λέξιν περὶ [[αὐτοῦ]], Θουκ. 7. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδέχομαι, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. recipere, λογισμὸν ἐνδεχόμενα Θουκ. 4. 92· μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐνδ. Πλάτ. Φαίδων 78D· καθ᾿ ὅσον [[φύσις]] ἐνδέχεται, quantum recipit humana conditio, ὁ αὐτὸς Τίμ. 69Α· πρβλ. Σοφ. 254C: - μετ᾿ ἀπαρ., τὸ ναυτικόν... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, δὲν ἐπιδέχεται ἐξάσκησιν ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 90C· ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 1, 5. 2) ἀπολ., εἶναί τι δυνατόν, ἐνδεχόμενον, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Θουκ. 4. 18· συχνὸν παρ᾿ Ἀριστ., περιλαμβάνων πάντας τοὺς βαθμοὺς τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τοῦ ἀναγκαίου [[μέχρι]] τοῦ [[ἁπλῶς]] ἢ [[μόλις]] δυνατοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 3, 3., 1. 13, 2 κἑξ., πρβλ. Φυσ. 3. 4, 12, Πολιτικ. 1. 3, 10 κ. ἀλλ.: ἰδίως κατὰ μετοχ. ἐνδεχόμενος, η, ον, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, δι᾿ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 4· αἱ ἐνδ. τιμωρίαι Λυκοῦργ. 164. 38· εἰς τὸ ἐνδ., ὅσον [[εἶναι]] δυνατόν, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 καὶ συχνὰ παρ᾿ Ἀριστ., διελθεῖν τάς ἐνδ. ἀπορίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 7· τὸ ἐνδ. ἀληθὲς [[αὐτόθι]] 3. 5, 15· τῆς ἐνδ. εὐδαιμονίας ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 7. 2, 17· ζωῆς τῆς ἐνδ. ἀρίστης [[αὐτόθι]] 7. 8. 4, κτλ.: - [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρ., τὰ ἐνδ. [[εἶναι]] καὶ μὴ [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς π. Ζ. Γεν. 2. 1, 2· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 16· τὰ ἐνδ. ἄλλως ἔχειν ὁ αὐτὸς Ἠθ. Ν. 5. 7, 4., 6. 1, 6· τὰ μὴ ἐνδ. αὐτῷ πρᾶξαι [[αὐτόθι]] 6. 5, 3, κτλ. 3) ἐνδέχεται, ἀπροσ., [[εἶναι]] ἐνδεχόμενον, μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Θουκ. 1, 124, 140, κτλ.· [[εἴπερ]] ἐνεδέχετο (ἐνν. γράφειν) Δημ. 307. 4· καθ᾿ ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C· εἰς ὅσον ἐνδ. ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· ὅσα ἐνδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, πρβλ. π. Z. Γεν. 2. 1, 5· μέχρις οὗ ἐνδέχεται ὁ αὐτὸς Ρητ. 1. 1, 14· ὡς ἐνδέχεται [[μάλιστα]] Πολύβ. 3. 49, 1: αἰτ. ἀπόλ., [[ὥσπερ]] ἐνδεχόμενον [[εἶναι]] = [[ὥσπερ]] εἰ ἐνδέχοιτο, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29· γεν. ἀπόλ., ἐνδεχομένου ἔχειν ὁ αὐτὸς π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13· [[μετὰ]] δοτ. προσ., ἐπιτρέπεται, ὡς τὸ [[ἔξεστι]], Ξεν. Ἱέρ. 4. 9, Δημ. 859. 5.
|lstext='''ἐνδέχομαι''': Ἰων. - [[δέκομαι]]: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ. Ἀναδέχομαι, Λατ. suscipere, ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τὴν αἰτίαν, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 352. 26. ΙΙ. δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, Λατ. accipere, τὸν λόγον Ἡρόδ. 1. 60· τοὺς λόγους ὁ αὐτὸς 5. 92, ἐν ἀρχῇ, 96 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 632, Θεσμ. 1129· τὰ λεγόμενα Θουκ. 3. 82· τὴν συμβουλίην Ἡρόδ. 7. 51· διαβολὰς ὁ αὐτὸς 3. 80· ἐνδ. ἀπόστασιν = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον ὁ αὐτὸς 3. 128· [[οὕτως]], ἐνδ. τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Θουκ. 8. 50. 2) παρ᾿ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]], δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[πιστεύω]], Λατ. accipere, τὸ πλεῖστον μετ᾿ ἀρν., [[ἀρχήν]]... οὐδὲ [[ἐνδέκομαι]] τὸν λόγον 5. 106· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδ. ἀρχὴν 4. 25, πρβλ. 3. 73., 237· μετ᾿ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι..., οὐ γὰρ ἤγαγε ἐνδ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμὸν 3. 115. 3) ἀπολ., δίδω ἀκρόασιν, [[προσέχω]], σὺ δ᾿ ἐνδέχου Εὐρ. Ἀνδρ. 1238, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834D· [[περί]] τινος οὐδ᾿ ὁπωσοῦν [[ἐνδέχομαι]], ἀρνοῦμαι νὰ ἀκούσω ἔστω καὶ μίαν λέξιν περὶ [[αὐτοῦ]], Θουκ. 7. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδέχομαι, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. recipere, λογισμὸν ἐνδεχόμενα Θουκ. 4. 92· μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐνδ. Πλάτ. Φαίδων 78D· καθ᾿ ὅσον [[φύσις]] ἐνδέχεται, quantum recipit humana conditio, ὁ αὐτὸς Τίμ. 69Α· πρβλ. Σοφ. 254C: - μετ᾿ ἀπαρ., τὸ ναυτικόν... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, δὲν ἐπιδέχεται ἐξάσκησιν ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 90C· ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 1, 5. 2) ἀπολ., εἶναί τι δυνατόν, ἐνδεχόμενον, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Θουκ. 4. 18· συχνὸν παρ᾿ Ἀριστ., περιλαμβάνων πάντας τοὺς βαθμοὺς τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τοῦ ἀναγκαίου [[μέχρι]] τοῦ [[ἁπλῶς]] ἢ [[μόλις]] δυνατοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 3, 3., 1. 13, 2 κἑξ., πρβλ. Φυσ. 3. 4, 12, Πολιτικ. 1. 3, 10 κ. ἀλλ.: ἰδίως κατὰ μετοχ. ἐνδεχόμενος, η, ον, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, δι᾿ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 4· αἱ ἐνδ. τιμωρίαι Λυκοῦργ. 164. 38· εἰς τὸ ἐνδ., ὅσον [[εἶναι]] δυνατόν, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 καὶ συχνὰ παρ᾿ Ἀριστ., διελθεῖν τάς ἐνδ. ἀπορίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 7· τὸ ἐνδ. ἀληθὲς [[αὐτόθι]] 3. 5, 15· τῆς ἐνδ. εὐδαιμονίας ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 7. 2, 17· ζωῆς τῆς ἐνδ. ἀρίστης [[αὐτόθι]] 7. 8. 4, κτλ.: - [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρ., τὰ ἐνδ. [[εἶναι]] καὶ μὴ [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς π. Ζ. Γεν. 2. 1, 2· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 16· τὰ ἐνδ. ἄλλως ἔχειν ὁ αὐτὸς Ἠθ. Ν. 5. 7, 4., 6. 1, 6· τὰ μὴ ἐνδ. αὐτῷ πρᾶξαι [[αὐτόθι]] 6. 5, 3, κτλ. 3) ἐνδέχεται, ἀπροσ., [[εἶναι]] ἐνδεχόμενον, μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Θουκ. 1, 124, 140, κτλ.· [[εἴπερ]] ἐνεδέχετο (ἐνν. γράφειν) Δημ. 307. 4· καθ᾿ ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C· εἰς ὅσον ἐνδ. ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· ὅσα ἐνδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, πρβλ. π. Z. Γεν. 2. 1, 5· μέχρις οὗ ἐνδέχεται ὁ αὐτὸς Ρητ. 1. 1, 14· ὡς ἐνδέχεται [[μάλιστα]] Πολύβ. 3. 49, 1: αἰτ. ἀπόλ., [[ὥσπερ]] ἐνδεχόμενον [[εἶναι]] = [[ὥσπερ]] εἰ ἐνδέχοιτο, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29· γεν. ἀπόλ., ἐνδεχομένου ἔχειν ὁ αὐτὸς π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13· μετὰ δοτ. προσ., ἐπιτρέπεται, ὡς τὸ [[ἔξεστι]], Ξεν. Ἱέρ. 4. 9, Δημ. 859. 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly