Anonymous

ἐμπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπίπλημι''': μέλλ. -πλήσω: (ἴδε [[πίμπλημι]]): ― ἐν τῷ ἐνεστῶτι τοῦ συνθέτου τούτου ῥήματος τὸ μ τοῦ [[πίμπλημι]] συνήθως (ἀλλ’ οὐχὶ [[πάντοτε]]) ἀποβάλλεται πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χασμῳδίας τῆς προσγινομένης ἐκ τῶν τριῶν μ ἐν μιᾷ λέξει, Λοβ. Φρύν. 95· ἀλλὰ τὸ μ φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτο, ὅτε ἡ ἑπομένη συλλαβὴ ἦτο βραχεῖα καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς λαμβάνουσιν αὔξησιν, ἐμπίμπλαμαι Εὐρ. Ἴων 925, ἐμπιμπλαμένοι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4 (κἀμπιμπλάμενοι Meineke, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1 (κἀμπιμπλάμενος Meineke), ἐνεπιμπλάμην Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Αἰσχίν. 86. 34, κλ.: Ἰωνικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. ἐμπιπλέει Ἡρόδ. 7. 39· (ἀλλ’ ἐμπιπλᾷ, ἐκ τοῦ ἐμπιπλάω ἀναγινώσκεται ἐν καλῷ τινι χειρογρ., ὡς τὸ ἱστᾷ ἀντὶ τοῦ ἵστητι ἐν 4. 103)· α΄ ἑνικ. παρατ. ἐνεπίμπλων παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Vales. σ. 599 καὶ Δίωνι Κ. 68. 31· πρβλ. [[ἐμπίπρημι]]· πληρῶ ἐντελῶς, [[γεμίζω]] ἕως ἄνω, [[δέπας]] ἐμπλήσει Ὀδ. Ι. 209· τὸ [[πεδίον]] Ξεν. Ἑλλην. 7. 1. 20, πρβλ. 2. 4, 11. 2) [[μετὰ]] γεν., [[γεμίζω]] τι ἐντελῶς μέ τι, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Ἰλ. Φ. 311, κτλ.· ἵππον ἀνδρῶν [[ἐμπλήσας]], περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Θ. 495· μὴ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Τ. 117· οὕτω παρ’ Ἀριστοφ. καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐμπ. τὰ θυλάκια τῆς ψάμμου Ἡρόδ. 3. 105· πρβλ. 2. 87., 4. 72., 5. 114 τοὺς κοφίνους... ἐμπίπλη (προστ.) πτερῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 10· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D· τινὰ ἐλπίδων κενῶν Αἰσχίν. 24. 27. 3) πληρῶ τινα τροφῆς, χορταίνω αὐτόν, Ὀδ. Ρ. 503· μεταφ., ἐμπ. τινὰ μύθων Εὐρ. Ἑλ. 769· τοῦ πολεμεῖν Ἰσοκρ. 201D· τὰ ὦτα... ἐμπέπληκε Λύσιδος Πλάτ. Λύσ. 204C· ὁ δὲ ἐμπιπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε Ξεν. Ἀν. 1. 7, 8. 4) [[κορέννυμι]], ἱκανοποιῶ, τὴν ἀναιδῆ γνώμην Δημ. 543. 24· ἵμερον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 429. 5) ἐκπληρῶ, ἐμπιπλάντα τὴν αὑτοῦ μοῖραν Πλάτ. Νόμ. 959C. ΙΙ. μέσ., πληρῶ, [[γεμίζω]] τι ἀνῆκον εἰς ἐμαυτόν, ἐμπλήσατο νηδύν... κρέ’ ἔδων Ὀδ. Ι. 296· μένεος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, «εὐθαρσίας δὲ ἐνεπλήρωσε τὴν ψυχὴν φοβερᾶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 312· θαλέων ἐμπλησάμενος κήρ, «παντοίων ἐδεσμάτων [[ἐμπλήσας]] τὴν ψυχήν» (Θ. Γαζῆς), Χ. 504· τὸ [[ἄγγος]] τοῦ ὕδατος ἐμπλ. Ἡρόδ. 5. 12: ― ἀπολ., πληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, χορταίνω, Ὀδ. Η. 221. ΙΙΙ. παθ., ἐνέπλησθεν δέ οἱ... αἵματος ὀφθαλμοὶ Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· [[ἔμπληντο]] βροτῶν ἀγοραὶ Ὀδ. Θ. 16· [[πόλις]] δ’ [[ἔμπλητο]] ἀλέντων Ἰλ. Φ. 607· ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1304· φακῆς [[ἐμπλήμενος]] [[αὐτόθι]] 984, πρβλ. Ἐκκλ. 56: ― μεταφ., [[οὐδέ]] περ υἷος ἐνιπλησθῆναι... ὀφθαλμοῖσιν ἔασε, οὐδὲ τὸν [[υἱόν]] μου νὰ τὸν χορτάσουν τὰ ’μάτια μου μὲ ἄφησεν, Ὀδ. Λ. 452· ὀργῆς [[ἐμπλήμενος]] Ἀριστοφ. Σφ. 424· πλεονεξίας ἐμπίπλασθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β, πρβλ. Φαίδ. 66C. 2) [[μετὰ]] δοτ., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπ. Ἡρόδ. 1. 212· ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· ἐμπίπλαται... ἅρματι ὁ βωμὸς Παυσ. 3. 16, 10. 3) ἀπόλ., ὑπερπληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, Ἡρόδ. 8. 117, Ἀριστοφ. Σφ. 911, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 6, κτλ. 4) [[μετὰ]] μετοχ., μισῶν οὔποτ’ ἐμπλησθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 664· πρβλ. Ἴωνα 925· βάλλων... οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 236· οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46· ἔμπλησο λέγων, λέγε ἕως νὰ χορτάσῃς, Ἀριστοφ. Σφ. 603. ― Αἱ τελευταῖαι [[τρεῖς]] συντάξεις ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῖς, κατὰ τὰ ἄλλα ἡ πεζὴ καὶ Ἀττικὴ [[χρῆσις]] συμφωνεῖ πρὸς τὴν Ὁμηρικήν.
|lstext='''ἐμπίπλημι''': μέλλ. -πλήσω: (ἴδε [[πίμπλημι]]): ― ἐν τῷ ἐνεστῶτι τοῦ συνθέτου τούτου ῥήματος τὸ μ τοῦ [[πίμπλημι]] συνήθως (ἀλλ’ οὐχὶ [[πάντοτε]]) ἀποβάλλεται πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χασμῳδίας τῆς προσγινομένης ἐκ τῶν τριῶν μ ἐν μιᾷ λέξει, Λοβ. Φρύν. 95· ἀλλὰ τὸ μ φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτο, ὅτε ἡ ἑπομένη συλλαβὴ ἦτο βραχεῖα καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς λαμβάνουσιν αὔξησιν, ἐμπίμπλαμαι Εὐρ. Ἴων 925, ἐμπιμπλαμένοι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4 (κἀμπιμπλάμενοι Meineke, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1 (κἀμπιμπλάμενος Meineke), ἐνεπιμπλάμην Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Αἰσχίν. 86. 34, κλ.: Ἰωνικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. ἐμπιπλέει Ἡρόδ. 7. 39· (ἀλλ’ ἐμπιπλᾷ, ἐκ τοῦ ἐμπιπλάω ἀναγινώσκεται ἐν καλῷ τινι χειρογρ., ὡς τὸ ἱστᾷ ἀντὶ τοῦ ἵστητι ἐν 4. 103)· α΄ ἑνικ. παρατ. ἐνεπίμπλων παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Vales. σ. 599 καὶ Δίωνι Κ. 68. 31· πρβλ. [[ἐμπίπρημι]]· πληρῶ ἐντελῶς, [[γεμίζω]] ἕως ἄνω, [[δέπας]] ἐμπλήσει Ὀδ. Ι. 209· τὸ [[πεδίον]] Ξεν. Ἑλλην. 7. 1. 20, πρβλ. 2. 4, 11. 2) μετὰ γεν., [[γεμίζω]] τι ἐντελῶς μέ τι, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Ἰλ. Φ. 311, κτλ.· ἵππον ἀνδρῶν [[ἐμπλήσας]], περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Θ. 495· μὴ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Τ. 117· οὕτω παρ’ Ἀριστοφ. καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐμπ. τὰ θυλάκια τῆς ψάμμου Ἡρόδ. 3. 105· πρβλ. 2. 87., 4. 72., 5. 114 τοὺς κοφίνους... ἐμπίπλη (προστ.) πτερῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 10· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D· τινὰ ἐλπίδων κενῶν Αἰσχίν. 24. 27. 3) πληρῶ τινα τροφῆς, χορταίνω αὐτόν, Ὀδ. Ρ. 503· μεταφ., ἐμπ. τινὰ μύθων Εὐρ. Ἑλ. 769· τοῦ πολεμεῖν Ἰσοκρ. 201D· τὰ ὦτα... ἐμπέπληκε Λύσιδος Πλάτ. Λύσ. 204C· ὁ δὲ ἐμπιπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε Ξεν. Ἀν. 1. 7, 8. 4) [[κορέννυμι]], ἱκανοποιῶ, τὴν ἀναιδῆ γνώμην Δημ. 543. 24· ἵμερον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 429. 5) ἐκπληρῶ, ἐμπιπλάντα τὴν αὑτοῦ μοῖραν Πλάτ. Νόμ. 959C. ΙΙ. μέσ., πληρῶ, [[γεμίζω]] τι ἀνῆκον εἰς ἐμαυτόν, ἐμπλήσατο νηδύν... κρέ’ ἔδων Ὀδ. Ι. 296· μένεος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, «εὐθαρσίας δὲ ἐνεπλήρωσε τὴν ψυχὴν φοβερᾶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 312· θαλέων ἐμπλησάμενος κήρ, «παντοίων ἐδεσμάτων [[ἐμπλήσας]] τὴν ψυχήν» (Θ. Γαζῆς), Χ. 504· τὸ [[ἄγγος]] τοῦ ὕδατος ἐμπλ. Ἡρόδ. 5. 12: ― ἀπολ., πληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, χορταίνω, Ὀδ. Η. 221. ΙΙΙ. παθ., ἐνέπλησθεν δέ οἱ... αἵματος ὀφθαλμοὶ Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· [[ἔμπληντο]] βροτῶν ἀγοραὶ Ὀδ. Θ. 16· [[πόλις]] δ’ [[ἔμπλητο]] ἀλέντων Ἰλ. Φ. 607· ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1304· φακῆς [[ἐμπλήμενος]] [[αὐτόθι]] 984, πρβλ. Ἐκκλ. 56: ― μεταφ., [[οὐδέ]] περ υἷος ἐνιπλησθῆναι... ὀφθαλμοῖσιν ἔασε, οὐδὲ τὸν [[υἱόν]] μου νὰ τὸν χορτάσουν τὰ ’μάτια μου μὲ ἄφησεν, Ὀδ. Λ. 452· ὀργῆς [[ἐμπλήμενος]] Ἀριστοφ. Σφ. 424· πλεονεξίας ἐμπίπλασθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β, πρβλ. Φαίδ. 66C. 2) μετὰ δοτ., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπ. Ἡρόδ. 1. 212· ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· ἐμπίπλαται... ἅρματι ὁ βωμὸς Παυσ. 3. 16, 10. 3) ἀπόλ., ὑπερπληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, Ἡρόδ. 8. 117, Ἀριστοφ. Σφ. 911, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 6, κτλ. 4) μετὰ μετοχ., μισῶν οὔποτ’ ἐμπλησθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 664· πρβλ. Ἴωνα 925· βάλλων... οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 236· οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46· ἔμπλησο λέγων, λέγε ἕως νὰ χορτάσῃς, Ἀριστοφ. Σφ. 603. ― Αἱ τελευταῖαι [[τρεῖς]] συντάξεις ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῖς, κατὰ τὰ ἄλλα ἡ πεζὴ καὶ Ἀττικὴ [[χρῆσις]] συμφωνεῖ πρὸς τὴν Ὁμηρικήν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly