3,274,916
edits
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδύω''': ἴδε κατωτ. ΙΙ., [[ἐνδύνω]], | |lstext='''ἐνδύω''': ἴδε κατωτ. ΙΙ., [[ἐνδύνω]], μετὰ μέσ. ἐνδύομαι: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ. α΄ ἐνεδυσάμην, μετὰ ἀορ. β΄ ἐνεργ. φων. ἐνέδυν: Ι. μετ’ αἰτ. πράγματος ἢ τόπου, [[εἰσέρχομαι]] εἴς τι, 1) ἐπὶ ἐνδυμάτων, φορῶ, Λατ. induere sibi, [[μαλακὸν]] δ’ ἔνδυνε χιτῶνα Ἰλ. Β. 42· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα... Κ. 21· ἡ δὲ χιτῶν’ ἐνδῦσα Ε. 736· θώρηκα ἐνδύνουσι Ἡρόδ. 3. 98· ἐνδύντες τὰ ὅπλα ὁ αὐτ. 1. 172, πρβλ. 42· πέπλον ἐνδὺς Σοφ. Τραχ. 759, κτλ.· λεοντῆν ἐνδέδυκα Πλάτ. Κρατύλ. 411Α· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, induere sibi, ἐν δ’ αὐτὸς ἐδύσατο χαλκὸν Ἰλ. Β. 578, Λ. 16· ἐνδύεσθαι ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218· ἐνδύσεται στολὴν Εὐρ. Βάκχ. 853· ἐν τῷ πρκμ. ἐνδέδυκα, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, κιθῶνας λινέους Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. 7. 64., 9. 22· μεταφ., ἐνδύεσθαι [[τόλμημα]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 288· [[ὡσαύτως]], τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι, [[ἀναλαμβάνω]] τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ Ταρκυνίου, φέρομαι ὡς ὁ Ταρκ., Διον. Ἁλ. 11. 5· ἐνδ. τὸν καινὸν ἄνθρωπον, ἀναλαμβάνειν νέον τρόπον βίου, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. δ΄, 24: - Παθ., ἐνδύομαι, ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Ἱππ. 379. 36· πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 9. 2) [[εἰσέρχομαι]], εἰσχωρῶ, εἰδύω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ἐν δέ οἱ [[ἦτορ]] δῦν’ [[ἄχος]] ἄτλητον Ἰλ. Τ. 367· ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.) ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει ἐσδύσεαι, καὶ τὴν ἀνάγνωσιν ταύτην παρεδέχθησαν οἱ νεώτεροι ἐκδόται), Ψ. 622· οὕτω, τὴν τοῦ Θερσίτου ψυχὴν πίθηκον ἐνδυομένην Πλάτ. Πολ. 620C· [[εὔνοια]] ἐνδύεταί τινι ὁ αὐτὸς Νόμ. 642Β, πρβλ. Θεαίτ. 160Β: - [[ὡσαύτως]], ἐνδ. εἰς... Ἀριστοφ. Σφ. 1020, Θουκ. 3. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.1, 23· ἐνέδυ... οὖν εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν, ἀνέλαβε λοιπὸν ταύτην τὴν ἐπιμ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 12: - [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ἐνδύονται (οἱ λόγοι) ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, παρεισδύονται, ἐπενεργοῦσιν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 2. 1, 13· τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Πλούτ. 2. 55Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις ὁ αὐτ. 435F: - ἀπολ., εἰσδύω, [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 2. 121, 2, Πλούτ. 2. 38Α, κτλ. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ. [[ἐνδύω]], τῷ μέλλ. ἐνδύσω καὶ τῷ ἀορ. α΄ ἐνέδυσα: - Λατ. induere alicui, μ. διπλ. αἰτ., [[ἐνδύω]] τινά τι, τὴν ἐξωμίδ’ ἐνδύσω σε Ἀριστοφ. Λυσ. 1021· ὃς ἐμὲ κροκόεν τ’ ἐνέδυσεν ὁ αὐτὸς Θεσμ. 1044, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3, 3· μετὰ μιᾶς αἰτ., κατὰ τωὐτὸ ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῦ Διὸς Ἡρόδ. 2. 42· ἐάν... πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 83. Πρβλ. [[καταδύω]] ΙΙ. - [[ἐνδιδύσκω]]· [[εἶναι]] μεταγεν. Τύπος ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |