Anonymous

ἐντρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντρέπω''': μέλλ. -τρέψω, [[στρέφω]], τὰ νῶτα Ἡρόδ. 7. 211: μεταφ., κινῶ τινα εἰς [[σέβας]], ἐνέτρεψαν τὴν σύγκλητον, «εἰς αἰδῶ καὶ [[σέβας]] ἐκίνησαν» (Σημ. Κοραῆ), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 135, Διογ. Λ. 2. 29: - [[καθόλου]], ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, [[μεταβάλλω]], εἰ ὀλίγον τι ἐντρέψας τὰ [[αὐτοῦ]] ἐκείνου λέγοι τις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15. ΙΙ. Μέσ. ἢ παθ., στρέφομαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [[διστάζω]], στείχωμεν ἤδη, μηδ’ ἔτ’ ἐντρεπώμεθα, ὀκνῶμεν, μέλλωμεν (ὁ Σχολ. [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύει τὸ ἐντρεπώμεθα διὰ τοῦ ἐπιστρεφώμεθα νὰ κυττάξωμεν [[ὀπίσω]] μας, παραβάλλων τὸ Ὁμηρ. ἐντροπαλιζόμενοι), Σοφ. Ο. Κ. 1541, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐνετρέποντο... ἐν ἑαυτοῖς Πολύβ. 31. 12, 6. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., στρέφομαι [[πρός]] τινα, δίδω προσοχήν, [[ἀπονέμω]] σεβασμὸν [[πρός]] τινα, οὐδὲ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον [[ἦτορ]] ἀνεψιοῦ κταμένοιο; δὲν συγκινεῖται, δὲν ἐνδιαφέρεται; Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Ὀδ. Α. 60· [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 90, 724, Ο. Τ. 1226, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 52C, κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., [[φροντίζω]], φεύγειν τ’ ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ Θέογν. 400, ἔκδ. Bergk. 4) μεταγ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι, [[σέβομαι]], ἀκόλαστός ἐστι, τὴν δὲ πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Ἄλεξις ἐν «Ἑλένης ἁρπαγῇ» 1· πρβλ. Πολύβ. 2. 49, 7, κλ. 5) ἀπολ. = αἰσχύνομαι, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Θεσσ. γ΄, 14, πρὸς Τίτ. β΄, 8.
|lstext='''ἐντρέπω''': μέλλ. -τρέψω, [[στρέφω]], τὰ νῶτα Ἡρόδ. 7. 211: μεταφ., κινῶ τινα εἰς [[σέβας]], ἐνέτρεψαν τὴν σύγκλητον, «εἰς αἰδῶ καὶ [[σέβας]] ἐκίνησαν» (Σημ. Κοραῆ), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 135, Διογ. Λ. 2. 29: - [[καθόλου]], ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, [[μεταβάλλω]], εἰ ὀλίγον τι ἐντρέψας τὰ [[αὐτοῦ]] ἐκείνου λέγοι τις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15. ΙΙ. Μέσ. ἢ παθ., στρέφομαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [[διστάζω]], στείχωμεν ἤδη, μηδ’ ἔτ’ ἐντρεπώμεθα, ὀκνῶμεν, μέλλωμεν (ὁ Σχολ. [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύει τὸ ἐντρεπώμεθα διὰ τοῦ ἐπιστρεφώμεθα νὰ κυττάξωμεν [[ὀπίσω]] μας, παραβάλλων τὸ Ὁμηρ. ἐντροπαλιζόμενοι), Σοφ. Ο. Κ. 1541, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐνετρέποντο... ἐν ἑαυτοῖς Πολύβ. 31. 12, 6. 2) μετὰ γεν. προσ., στρέφομαι [[πρός]] τινα, δίδω προσοχήν, [[ἀπονέμω]] σεβασμὸν [[πρός]] τινα, οὐδὲ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον [[ἦτορ]] ἀνεψιοῦ κταμένοιο; δὲν συγκινεῖται, δὲν ἐνδιαφέρεται; Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Ὀδ. Α. 60· [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 90, 724, Ο. Τ. 1226, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 52C, κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., [[φροντίζω]], φεύγειν τ’ ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ Θέογν. 400, ἔκδ. Bergk. 4) μεταγ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι, [[σέβομαι]], ἀκόλαστός ἐστι, τὴν δὲ πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Ἄλεξις ἐν «Ἑλένης ἁρπαγῇ» 1· πρβλ. Πολύβ. 2. 49, 7, κλ. 5) ἀπολ. = αἰσχύνομαι, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Θεσσ. γ΄, 14, πρὸς Τίτ. β΄, 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly