Anonymous

τοξάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, ([[τόξον]])· ἀποθ., [[τοξεύω]], ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ῥίπτω]] [[βέλος]], [[τοξεύω]] [[πρός]] τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοξεύω]].
|lstext='''τοξάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, ([[τόξον]])· ἀποθ., [[τοξεύω]], ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ῥίπτω]] [[βέλος]], [[τοξεύω]] [[πρός]] τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοξεύω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly