ἐπακούω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, δίδω ἀκρόασιν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀκούω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃς πάντ’ ἐφορᾷ καὶ πάντ’ ἐπακούει, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Γ. 277, Ὀδ. Λ. 108˙ παροιμ., ὁποῖόν κ’ εἴπῃσθα [[ἔπος]], τοῖόν κ’ ἐπακούσαις, ὁποῖον λόγον εἶπες, τοιοῦτον καὶ θὰ ἀκούσῃς, Ἰλ. Υ. 250˙ εὖτ’ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 448˙ ἀλλ’ ἔτι τόνδ’ ἐπάκουσον (δηλ. τὸν χρησμὸν) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080˙ προστιθεμένης μετοχῆς, [[ἀκούω]] νὰ λέγηται, νὰ φημίζηται, ἔστιν δ’ [[οἷον]] ἐγὼ γᾶς ἐπ’ Ἀσίας οὐκ [[ἐπακούω]]... βλαστὸν [[φύτευμα]] Σοφ. Ο. Κ. 694˙ [[ἀκούω]] τινά, μή ποτέ τις αὐτὸν ἴδῃ τῶν νέων ἢ καὶ ἐπακούσῃ δρῶντα ἢ λέγοντά τι τῶν αἰσχρῶν Πλάτ. Νόμοι 729Β˙ - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς φωνῆς Ἡρόδ. 2. 70˙ [[ἀκούω]] [[περί]]..., [[ἀκούω]] νὰ γίνηται [[λόγος]] [[περί]], μόχθων ἐπ. Εὐρ. Τρῳ. 166: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ὄφρα]] καθεζόμενος εἴπῃ [[ἔπος]] ἠδ’ ἐπακούσῃ ὁ [[ξεῖνος]] [[ἐμέθεν]] Ὀδ. Τ. 98˙ [[μετὰ]] γεν., ὅσοι ὑμέων τυγχάνουσιν ἐπακούοντες (ἐξυπ. ἐμοῦ), ὅσοι ἐξ ὑμῶν μὲ ἀκούετε, ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμβαίνει νά με ἀκούητε, Ἡρόδ. 9. 98˙ [[ἀκούω]], ἐμοῦ ἐπάκουσον Σοφοκλ. Οἰδίπ. Τυράνν. 708, [[Πλάτων]] Γοργίας 487C˙Ϗ - σπανίως [[μετὰ]] δοτικ. προσώπ., ἐπ. μοι ὁ αὐτὸς ἐν Σοφιστ. 227CϏ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., ταῖς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 13. 7. 2) ἀπολ., δίδω προσοχὴν εἰς τὰς ἱκεσίας τινός, [[ἀκούω]] αὐτὰς εὐμενῶς, νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725˙ ἐπακούσατε (ὑπακούσατε Δινδ.) δεξάμεναι θυσίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 274˙ μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ, [[μήπως]] «κρυφακούῃ» τις ἐκ τῶν μὴ μεμυημένων, Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 628˙ ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀκούω]], Θουκ. 1. 53, κτλ. 3) μεταγν. ὡς τὸ [[ἐπαΐω]], κατανοῶ, [[καταλαμβάνω]], τινὸς Λουκ. περὶ Ὀρχ. 64, Πλουτ. Φλαμ. 10. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀκούω]] τι ἰδιαιτέρως λεγόμενον, ἔχω γνῶσιν [[αὐτοῦ]], [[μετέχω]] [[αὐτοῦ]], ὅσοι οὐ βουλῆς ἐπάκουσαν, ὅσοι δὲν εἶχον γνῶσιν τοῦ προβουλεύματος τῶν ἡγεμόνων, Ἰλ. Β. 143˙ δίκης ἐπάκουε, «τοῦ δικαίου ἄκουε, [[ἤγουν]] αἴσθησιν ἔχε» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 273˙ δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, σὺ δ’ ἐμῶν μύθων ἐπάκουσον Σοφ. Φιλ. 1417˙ οὕτω [[μετὰ]] δοτ., ἐπ. τῷ κελεύσματι Ἡρόδ. 4. 141.
|lstext='''ἐπᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι, δίδω ἀκρόασιν, [[ἀκούω]] μετὰ προσοχῆς ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀκούω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃς πάντ’ ἐφορᾷ καὶ πάντ’ ἐπακούει, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Γ. 277, Ὀδ. Λ. 108˙ παροιμ., ὁποῖόν κ’ εἴπῃσθα [[ἔπος]], τοῖόν κ’ ἐπακούσαις, ὁποῖον λόγον εἶπες, τοιοῦτον καὶ θὰ ἀκούσῃς, Ἰλ. Υ. 250˙ εὖτ’ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 448˙ ἀλλ’ ἔτι τόνδ’ ἐπάκουσον (δηλ. τὸν χρησμὸν) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080˙ προστιθεμένης μετοχῆς, [[ἀκούω]] νὰ λέγηται, νὰ φημίζηται, ἔστιν δ’ [[οἷον]] ἐγὼ γᾶς ἐπ’ Ἀσίας οὐκ [[ἐπακούω]]... βλαστὸν [[φύτευμα]] Σοφ. Ο. Κ. 694˙ [[ἀκούω]] τινά, μή ποτέ τις αὐτὸν ἴδῃ τῶν νέων ἢ καὶ ἐπακούσῃ δρῶντα ἢ λέγοντά τι τῶν αἰσχρῶν Πλάτ. Νόμοι 729Β˙ - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ., τῆς φωνῆς Ἡρόδ. 2. 70˙ [[ἀκούω]] [[περί]]..., [[ἀκούω]] νὰ γίνηται [[λόγος]] [[περί]], μόχθων ἐπ. Εὐρ. Τρῳ. 166: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ὄφρα]] καθεζόμενος εἴπῃ [[ἔπος]] ἠδ’ ἐπακούσῃ ὁ [[ξεῖνος]] [[ἐμέθεν]] Ὀδ. Τ. 98˙ μετὰ γεν., ὅσοι ὑμέων τυγχάνουσιν ἐπακούοντες (ἐξυπ. ἐμοῦ), ὅσοι ἐξ ὑμῶν μὲ ἀκούετε, ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμβαίνει νά με ἀκούητε, Ἡρόδ. 9. 98˙ [[ἀκούω]], ἐμοῦ ἐπάκουσον Σοφοκλ. Οἰδίπ. Τυράνν. 708, [[Πλάτων]] Γοργίας 487C˙Ϗ - σπανίως μετὰ δοτικ. προσώπ., ἐπ. μοι ὁ αὐτὸς ἐν Σοφιστ. 227CϏ μετὰ δοτ. πράγμ., ταῖς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 13. 7. 2) ἀπολ., δίδω προσοχὴν εἰς τὰς ἱκεσίας τινός, [[ἀκούω]] αὐτὰς εὐμενῶς, νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725˙ ἐπακούσατε (ὑπακούσατε Δινδ.) δεξάμεναι θυσίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 274˙ μή τις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ, [[μήπως]] «κρυφακούῃ» τις ἐκ τῶν μὴ μεμυημένων, Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 628˙ ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀκούω]], Θουκ. 1. 53, κτλ. 3) μεταγν. ὡς τὸ [[ἐπαΐω]], κατανοῶ, [[καταλαμβάνω]], τινὸς Λουκ. περὶ Ὀρχ. 64, Πλουτ. Φλαμ. 10. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[ἀκούω]] τι ἰδιαιτέρως λεγόμενον, ἔχω γνῶσιν [[αὐτοῦ]], [[μετέχω]] [[αὐτοῦ]], ὅσοι οὐ βουλῆς ἐπάκουσαν, ὅσοι δὲν εἶχον γνῶσιν τοῦ προβουλεύματος τῶν ἡγεμόνων, Ἰλ. Β. 143˙ δίκης ἐπάκουε, «τοῦ δικαίου ἄκουε, [[ἤγουν]] αἴσθησιν ἔχε» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 273˙ δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] μετὰ προσοχῆς, σὺ δ’ ἐμῶν μύθων ἐπάκουσον Σοφ. Φιλ. 1417˙ οὕτω μετὰ δοτ., ἐπ. τῷ κελεύσματι Ἡρόδ. 4. 141.
}}
}}
{{bailly
{{bailly