Anonymous

ἐπεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ πατῶ ἐπί τινος, καὶ ἐν τῷ πρκμ. ἐπιβέβηκα, ἵσταμαι ἐπί τινος, [[μετὰ]] γεν., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, «ἐπιβεβηκώς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 582· σῆς ἐπεμβαίνων χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 924· δίφρου ἐπεμβεβαώς, ἐπιβεβηκώς, Ἡσ. Ἀσπ. 324· ἀπολ., ἐπεμβεβαὼς Πινδ. Ν. 4. 47· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., πύργοις ἐπεμβὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 634, καὶ [[συχν]]. [[μετὰ]] ταῡτα: μετ’ αἰτ., ἐπ. ὄχθον, ῥάχιν Εὐρ. Βάκχ. 1061, Ρῆσ. 783· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, εἰς πάτραν ὅτι πόδ’ ἐπεμβάσει ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ποτ’, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4) Εὐρ. Ι. Τ. 649. 2) [[ἐμβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]] ὡς [[ναύτης]] [[μετὰ]] τὴν ἀπέλευσιν ἄλλου, καί τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Δημ. 1214. 26, κλπ. ΙΙ [[μετὰ]] δοτικ. προσώπου, καταπατῶ τι, Λατιν. insultare, ἐχθροῖσιν... ἐπεμβῆναι ποδὶ Σοφ. Ἠλ. 456: μεταφ., ταῖσδ’ ἐπεμβαίνειν Εὐρ. Ἱππ. 668· κατ’ ἐμοῦ... [[μᾶλλον]] ἐπεμβάσει Σοφ. Ἠλ. 836 (λυρ.)· ἀτυχήμασί τινος Πλούτ. 2. 59D. 2) [[προσβάλλω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ, οἵ τε οἱ... ἄντρῳ ἐπεμβαίνωσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 467. 3) τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων, ἐπωφελούμενος ἐκ τῆς περιστάσεως, Δημ. 579. 22.
|lstext='''ἐπεμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ πατῶ ἐπί τινος, καὶ ἐν τῷ πρκμ. ἐπιβέβηκα, ἵσταμαι ἐπί τινος, μετὰ γεν., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, «ἐπιβεβηκώς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 582· σῆς ἐπεμβαίνων χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 924· δίφρου ἐπεμβεβαώς, ἐπιβεβηκώς, Ἡσ. Ἀσπ. 324· ἀπολ., ἐπεμβεβαὼς Πινδ. Ν. 4. 47· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., πύργοις ἐπεμβὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 634, καὶ [[συχν]]. μετὰ ταῡτα: μετ’ αἰτ., ἐπ. ὄχθον, ῥάχιν Εὐρ. Βάκχ. 1061, Ρῆσ. 783· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, εἰς πάτραν ὅτι πόδ’ ἐπεμβάσει ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ποτ’, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4) Εὐρ. Ι. Τ. 649. 2) [[ἐμβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]] ὡς [[ναύτης]] μετὰ τὴν ἀπέλευσιν ἄλλου, καί τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Δημ. 1214. 26, κλπ. ΙΙ μετὰ δοτικ. προσώπου, καταπατῶ τι, Λατιν. insultare, ἐχθροῖσιν... ἐπεμβῆναι ποδὶ Σοφ. Ἠλ. 456: μεταφ., ταῖσδ’ ἐπεμβαίνειν Εὐρ. Ἱππ. 668· κατ’ ἐμοῦ... [[μᾶλλον]] ἐπεμβάσει Σοφ. Ἠλ. 836 (λυρ.)· ἀτυχήμασί τινος Πλούτ. 2. 59D. 2) [[προσβάλλω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ, οἵ τε οἱ... ἄντρῳ ἐπεμβαίνωσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 467. 3) τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων, ἐπωφελούμενος ἐκ τῆς περιστάσεως, Δημ. 579. 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly