3,252,895
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ [[αὐτοῦ]], | |lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ [[αὐτοῦ]], μετὰ γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, [[εἶναι]] ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |