Anonymous

ἐκπορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπορεύω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]], [[ἐκβαίνω]], Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] [[αὐτόθι]] 8· [[προέρχομαι]], [[πηγάζω]], περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό [[πνεῦμα]] τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.
|lstext='''ἐκπορεύω''': [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]], [[ἐκβαίνω]], Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] [[αὐτόθι]] 8· [[προέρχομαι]], [[πηγάζω]], περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό [[πνεῦμα]] τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.
}}
}}
{{bailly
{{bailly