Anonymous

ἐπιτυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτυγχάνω''': μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. ἐπέτῠχον: - [[κυρίως]], κτυπῶ, βαρῶ τὸ σημάδι, [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ῥάδιον μὲν τοῦ ἀποτύχειν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14· οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 438Α· [[ἐντεῦθεν]]. ΙΙ. συναντῶ, ἀπαντῶ, [[εὑρίσκω]] κατὰ τύχην. 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ., ἀλλ’ εἴσισθ’, ἵνα μὴ ’[[κεῖνος]] ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 195· ζητοῦσ’ ἦλθ’, ἤν που ’πιτύχῃ θεαταῖς οὕτω σοφοῖς [[αὐτόθι]] 535, Θουκ. 3. 75., 8. 34· ἑτοίμως ἐπ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 738D· ἐπ. γυναικὶ βιαζομένῃ [[αὐτόθι]] 874C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., ἐπ. σορῷ Ἡρόδ. 1. 68· ἐπ. ταῖς θύραις ἀνεῳγμέναις Πλάτ. Συμπ. 223Β. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., μετρίου ἀνδρὸς Ἀριστοφ. Πλ. 245, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 12· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἐπ. ὁλκάδος ἀναγομένης Θουκ. 3. 3· εὐώνων ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 570, Θουκ. 6. 68· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ἐπιτυχών, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] τὸν ὁποῖον ἀπαντᾷ τις, ὁ τυχών, Ἡρόδ. 2. 2, Ἀτνιφῶν 115. 1· [[μάλιστα]] μετ’ ἀρνήσ., οὐ φαύλων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Πλάτ. Κρατ. 390D· οὐ γὰρ οἷμαι τοῦ ἐπιτυχόντος [[εἶναι]]... ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 4Α· οὐ περὶ τοῦ ἐπιτυχόντος, οὐχὶ ἐπὶ τοῦ τυχόντος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 352C· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1248, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1375. ΙΙΙ. κατορθώνω, [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 28. Δημ. 1168. 1· τοῦ [[καλῶς]] μιγνύειν Πλάτ. Φίλ. 61D· [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀγῶνος, [[κερδαίνω]] τὴν δίκην, Δημ. 1175. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 2. 2) ἀπαντῶ, [[εὑρίσκω]], Πλάτ. Πολ. 431C· ἅττ’ ἂν ἐπιτύχῃς Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14. 3) [[μετὰ]] μετοχ., [[ἐπιτυγχάνω]] ἐν τῇ πράξει ἢ ἐκτελέσει τινός, Ἡρόδ. 8. 101, 103, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· οὕτω καὶ μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νεκυομ. 6. 4) [[μετὰ]] δοτ. τροπ., εἶμαι [[τυχηρός]], ἐπιτυχὴς ἔν τινι πράγματι, μάχῃ Αἰσχίν. 77. 16· καὶ ἀπολ., εἶμαι [[ἐπιτυχής]], [[ἐπιτυγχάνω]], Πλάτ. Μένων 97C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 19. 5) Παθ., ἔχω καλὴν ἔκβασιν, αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις, ἐπιτυχεῖς, Πολύβ. 6. 53, 2, πρβλ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 21, Διόδ. 1. 1, Πλούτ. 2. 673Ε. IV. [[μετὰ]] δοτ. προσ., συνομιλῶ μετά τινος, ὡς τὸ [[ἐντυγχάνω]], Πλάτ. Νόμ. 758C· [[ὡσαύτως]], [[ἐπιτυγχάνω]] βιβλίῳ, [[λαμβάνω]] καὶ ἀναγινώσκω αὐτό, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 27.
|lstext='''ἐπιτυγχάνω''': μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. ἐπέτῠχον: - [[κυρίως]], κτυπῶ, βαρῶ τὸ σημάδι, [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ῥάδιον μὲν τοῦ ἀποτύχειν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14· οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι [[πολλάκις]] Πλούτ. 2. 438Α· [[ἐντεῦθεν]]. ΙΙ. συναντῶ, ἀπαντῶ, [[εὑρίσκω]] κατὰ τύχην. 1) μετὰ δοτ. προσ., ἀλλ’ εἴσισθ’, ἵνα μὴ ’[[κεῖνος]] ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 195· ζητοῦσ’ ἦλθ’, ἤν που ’πιτύχῃ θεαταῖς οὕτω σοφοῖς [[αὐτόθι]] 535, Θουκ. 3. 75., 8. 34· ἑτοίμως ἐπ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 738D· ἐπ. γυναικὶ βιαζομένῃ [[αὐτόθι]] 874C· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. πράγμ., ἐπ. σορῷ Ἡρόδ. 1. 68· ἐπ. ταῖς θύραις ἀνεῳγμέναις Πλάτ. Συμπ. 223Β. 2) μετὰ γεν. προσ., μετρίου ἀνδρὸς Ἀριστοφ. Πλ. 245, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 12· μετὰ γεν. πράγμ., ἐπ. ὁλκάδος ἀναγομένης Θουκ. 3. 3· εὐώνων ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 570, Θουκ. 6. 68· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ἐπιτυχών, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] τὸν ὁποῖον ἀπαντᾷ τις, ὁ τυχών, Ἡρόδ. 2. 2, Ἀτνιφῶν 115. 1· [[μάλιστα]] μετ’ ἀρνήσ., οὐ φαύλων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Πλάτ. Κρατ. 390D· οὐ γὰρ οἷμαι τοῦ ἐπιτυχόντος [[εἶναι]]... ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 4Α· οὐ περὶ τοῦ ἐπιτυχόντος, οὐχὶ ἐπὶ τοῦ τυχόντος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 352C· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1248, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1375. ΙΙΙ. κατορθώνω, [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 28. Δημ. 1168. 1· τοῦ [[καλῶς]] μιγνύειν Πλάτ. Φίλ. 61D· [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀγῶνος, [[κερδαίνω]] τὴν δίκην, Δημ. 1175. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 2. 2) ἀπαντῶ, [[εὑρίσκω]], Πλάτ. Πολ. 431C· ἅττ’ ἂν ἐπιτύχῃς Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14. 3) μετὰ μετοχ., [[ἐπιτυγχάνω]] ἐν τῇ πράξει ἢ ἐκτελέσει τινός, Ἡρόδ. 8. 101, 103, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· οὕτω καὶ μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νεκυομ. 6. 4) μετὰ δοτ. τροπ., εἶμαι [[τυχηρός]], ἐπιτυχὴς ἔν τινι πράγματι, μάχῃ Αἰσχίν. 77. 16· καὶ ἀπολ., εἶμαι [[ἐπιτυχής]], [[ἐπιτυγχάνω]], Πλάτ. Μένων 97C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 19. 5) Παθ., ἔχω καλὴν ἔκβασιν, αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις, ἐπιτυχεῖς, Πολύβ. 6. 53, 2, πρβλ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 21, Διόδ. 1. 1, Πλούτ. 2. 673Ε. IV. μετὰ δοτ. προσ., συνομιλῶ μετά τινος, ὡς τὸ [[ἐντυγχάνω]], Πλάτ. Νόμ. 758C· [[ὡσαύτως]], [[ἐπιτυγχάνω]] βιβλίῳ, [[λαμβάνω]] καὶ ἀναγινώσκω αὐτό, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly