3,274,131
edits
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκγίγνομαι''': μεταγεν. καὶ Ἰων. ἐκγίνομαι ῑ: μέλλ. ἐκγενήσομαι: Ἐπ. πρκμ. [[ἐκγέγαα]], γ΄ δυϊκ. ἐκγεγάτην, μετοχ. ἐκγεγαώς, ἴδε κατωτ.: Ἀποθ., γεννῶμαι ἐκ πατρός, | |lstext='''ἐκγίγνομαι''': μεταγεν. καὶ Ἰων. ἐκγίνομαι ῑ: μέλλ. ἐκγενήσομαι: Ἐπ. πρκμ. [[ἐκγέγαα]], γ΄ δυϊκ. ἐκγεγάτην, μετοχ. ἐκγεγαώς, ἴδε κατωτ.: Ἀποθ., γεννῶμαι ἐκ πατρός, μετὰ γεν., οἳ Διὸς ἐξεγένοντο Ἰλ. Ε. 637, πρβλ. Υ. 231, κτλ.· ἐκγεγάτην... Ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 138· Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα Ἰλ. Γ. 199, 418· τοίων πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάᾱτε Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 16. 3, πρβλ. Βατραχομ. 143, (ὁ Ἕρμαννος ἐκ τοῦ Σουΐδα ἀναγινώσκει ἐκγεγάασθε, πρβλ. ἐκγεγάονται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 198). 2) μετὰ δοτ., γεννῶμαί τινι, Πορθεῖ γὰρ [[τρεῖς]] παῖδες... ἐξεγένοντο Ἰλ. Ξ. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30., 4. 155. ΙΙ. κατὰ παρακ. καὶ ἀόρ., [[παρέρχομαι]], χρόνου ἐκγεγονότος Ἡρόδ. 2. 175· μετὰ γεν., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, ἀπελθεῖν ἐκ τοῦ βίου, ἀποθανεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23. ΙΙΙ. ἀπροσώπως, ἐκγίγνεται, ὡς τὸ [[ἔξεστι]], ἐπιτρέπεται, παραχωρεῖται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐξεγίνετό τινι ποιεῖν, δὲν ἐπετράπη εἴς τινα νὰ κάμῃ, Ἡρόδ. 1. 78., 5. 51, Ἀριστοφ. Ἱππ. 851, Λυσ. 111. 27, κτλ., καὶ [[ἄνευ]] ἀπαρεμφ., οὐκ ἐξεγένετο, δὲν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν του, Ἡρόδ. 3. 142: - [[ἄνευ]] ἀρνήσεως, δὸς ἐκγενέσθαι μοι τίσασθαι, δός, [[κάμε]] [[ὥστε]] νὰ ἐπιτραπῇ εἰς ἐμέ νὰ...., ὁ αὐτ. 5. 105· εἰ... τότ’ ἐξεγένετο Δημ. 836. 12: σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., εἰ γὰρ ἐκγένοιτ’ [[ἰδεῖν]] ταύτην με... ἡμέραν Ἀριστοφ. Εἰρ. 346. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |