3,274,522
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνίστημι''': μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, [[χύδην]] καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· [[ἐγκαθίστημι]], τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν [[οἷον]] ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. [[ἐκμάσσω]]. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· | |lstext='''ἐνίστημι''': μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, [[χύδην]] καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· [[ἐγκαθίστημι]], τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν [[οἷον]] ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. [[ἐκμάσσω]]. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· μετὰ δοτ., στήνω τι ἔν τινι, ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 563. 2) κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ [[προσέτι]], [[κάμνω]] ἀρχὴν εἴς τι, [[ἀρχίζω]], ὅσαι τὸ [[πρᾶγμα]] τοῦτ’ ἐνεστήσαντο Ἀριστοφ. Λυσ. 268· οὐδὲν [[πώποτε]]... ἐνεστήσασθε... ὀρθῶς Δημ. 137. 2· ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος ὁ αὐτ. 227. 4. ἐνστ. τὸ [[πρᾶγμα]], rem instituere, Ἀριστοτ. Προβλ. 29. 13, 2· ὀργὴν καὶ [[μῖσος]] [[πρός]] τινα ἐνστήσασθαι, ἄρχεσθαι δεικνύειν, Πολύβ. 1. 82, 9· μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 14. 53. Β. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ.: - ἵσταμαι ἔν τινι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ θέσιν ἔν τινι, λόχοις δ’ ἐνεστὼς [[ὥσπερ]] [[Ἀργεῖος]] [[γεγώς]], ἑστὼς ἐν τοῖς λόχοις. λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὰς ἐνέδρας, Εὐρ. Ἱκ. 896· εἶμαι ἐνιδρυμένος, [[νηός]] τε ἔνι. καὶ [[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος Ἡρόδ. 2. 91· ἀπολ., παραπλησίως τῷ [[ἔνειμι]], πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατὸν ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 50D, κτλ. ΙΙ. καθίσταμαι, ἀποδείκνυμαι, ἐπεὰν ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος [[ἄλλος]] ἐνίστηται βασιλεὺς Ἡρόδ. 6. 59· προεῖπε μὲν δὴ [[ταῦτα]] [[αὐτίκα]] ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 3. 67· ἐκέχρηστό σφι... [[αὐτίκα]] ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας ὁ αὐτ. 2. 147. ΙΙΙ. [[ἐπίκειμαι]], ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, μετὰ δοτ. προσ., τοιούτων τοῖς Σπαρτιήτῃσιν ἐνεστεώτων πρηγμάτων ὁ αὐτ. 1. 83· τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα... τῇ πόλει Ἰσοκρ. 82Β· πρβλ. Πολύβ. 1. 71, 4, Πλουτ. Λούκουλ. 13: - ἀπολύτ., εἶμαι ἐγγύς, [[ἀρχίζω]], ἐγείρομαι, ὁ [[τότε]] ἐνστὰς [[πόλεμος]] Δημ. 225. 10, πρβλ. 274, 6: [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. πρκμ., μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, δικαζομένης, Ἀριστοφ. Νεφ. 779, πρβλ. Ἰσαῖον 88. 40, Δημ. 896. 29· ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγὼν Λυκοῦργ. 148. 32: - ἐπὶ χρόνου, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, τοῦ παρόντος, τοῦ τρέχοντος μηνός, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280. 12· ὁ ἐνεστὼς [[πόλεμος]] Αἰσχίν. 35. 27· κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν Ἀριστ. Ρητ. 1, 9, 14· [[χρόνος]] ἐνεστώς, ὁ ἐνεστώς, Γραμματ.: - [[ὡσαύτως]], τραυμάτων οὖν ἐνεστώτων ὀργῇ γενομένων, παρουσιαζομένων λοιπὸν τραυμάτων γενομένων ἐν ὀργῇ, Πλάτ. Νόμ. 878Β· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 6· οὕτω, τὰ ἐνεστῶτα Πολύβ. 2. 26, 3. IV. ἐνίσταμαι, ἀνθίσταμαί τινι, καί, ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις... μὴ ἐπιτρέπειν Θουκ. 8. 69, Ἰσοκρ. 90Α, κτλ.· [[πρός]] τι Πλουτ. Ρωμ. 25: ἀπολ., ἵσταμαι ἔν τινι τόπῳ, τάς τε διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον, στάντες ἐν ταῖς διόδοις ἐφύλασσον αὐτάς, Θουκ. 3. 23, Πλάτ. Φαίδων 77Β· ὁ ἐνεστηκώς, ὁ [[ἀντίπαλος]], ὁ [[ἀντίδικος]], ἐν δικαστηρίῳ, Ἐπιγρ. ἐν Newton Halic. ἀριθμ. 1. 28. 2) ἐν τῇ λογικῇ, [[φέρω]] ἔνστασιν, [[ἀντιλέγω]], Λατ. excipere (πρβλ. [[ἔνστασις]]), τινι Ἀριστ. Τοπ. 8. 2, 4· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 6· ἀπολ., ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 3, Τοπ. 8. 2, κ. ἀλλ., Ρητ. 2. 25, 3· ἐν. ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 2, Ἠθ. Ν. 10. 2, 4· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων, [[κάμνω]] ἔνστασιν, ἀνθίσταμαι, ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Πολύβ. 6. 16, 4· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. V. ἐπὶ ὑγρῶν, συμπήγνυμαι, πήσσομαι, κοινῶς «πήζω», [[ὕδωρ]] ἐνεστηκός, πεπηγμένον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1· ἐνιστάμενος γὰρ (τὸ [[γάλα]]) ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενὰ... πνίγει Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |