Anonymous

ἐπικρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ [[μετὰ]] δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
|lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
}}
}}
{{bailly
{{bailly