Anonymous

ἡνιοχεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχεύω''': Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχέω]], ἐνεργῶ ὡς [[ἡνίοχος]], ὁ μὲν [[νόθος]] ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· [[μετὰ]] γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. [[κρατέω]] καὶ ἑξ.
|lstext='''ἡνιοχεύω''': Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχέω]], ἐνεργῶ ὡς [[ἡνίοχος]], ὁ μὲν [[νόθος]] ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. [[κρατέω]] καὶ ἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly