3,273,153
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕλκω''': (ἑλκύω) μόνον παρὰ Τζέτζ.): - παρατ. εἷλκον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33, κτλ. Ἐπ. ἕλκον Ὁμ. ([[οὐδέποτε]] εἵλκυον): - μέλλ. ἕλξω Αἰσχύλ. Ἱκ. 909, κτλ., σπανίως ἑλκύσω ῠ Ἱππ. 751D, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 81: - ἀόρ. εἵλκῠσα Πίνδ. Ν. 7, 152 καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ.· ἥλκυσα Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4993, 5006· μεταγεν. εἷλξα, ποιητ. ἕλξα, Ἀνθ. Π. 9. 370, Ὀρφ. Ἀργ. 260, Γαλην.: - πρκμ. εἵλκῠκα (καθ-) Δημ. 60. 8: - Μέσ.: μέλλ. -ύσομαι Ὀρειβ.: αόρ. εἱλκυσάμην (ἐφ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1120, (ἀφ-) Ἱππ. 787Η· σπανίως εἱλξάμην Γαλην.: - Παθ.: μέλλ. ἑλκυσθήσομαι, (ξυγκαθ-) Αἰσχύλ. Θήβ. 614, πρβλ. Λυκόφρ. 358· ἑλχθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. εἱλκύσθην Ἡρόδ. 1. 140, Ἱππ. 1123Α, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 688· μεταγεν., εἵλχθην Φιλόστρ. 359, Διογ. Λ. 6. 91· πρκμ. εἵλκυσμαι Ἱππ. 262. 4, Εὐρ. Ρῆσ. 576, (καθ-) Θουκ. 6. 50· ἕλκυσμαι (ἀν-) Ἡρόδ. 9. 98: ὑπερσ. εἵλκυστο Ἱππ. 1134Β. Παρατηρητέον ὅτι ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ οἱ τύποι [[ἕλκω]], εἷλκον καὶ ἕλξω τοῦ ἐνεστ., παρατ. καὶ μέλλ. τοῦ ῥήματος τούτου ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει, οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι ἐσχηματίζοντο ἐκ τοῦ ἑλκύω: παρ. Ἐπ. ἔχομεν τὸν παράλληλον τύπον [[ἑλκέω]] (ὃν ἴδε) καὶ τὸν θαμιστ. [[ἑλκυστάζω]] - Παρ’ Ὁμ. ὁ Ἀρίσταρχ. ἠθέτει τὴν αὔξησιν. (Ἐκ τῆς √ΕΛΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις [[ὁλκή]], [[ὁλκός]], [[ἑλκυστάζω]], [[ἄλοξ]], [[αὖλαξ]], κτλ.· πρβλ. τὴν Λατ. λέξιν sulcus: - τὸ δὲ [[ἕλκος]], Λατ. ulcus, παράγεται ἐξ ἄλλης ῥίζης). Σύρω, «τραβῶ», | |lstext='''ἕλκω''': (ἑλκύω) μόνον παρὰ Τζέτζ.): - παρατ. εἷλκον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33, κτλ. Ἐπ. ἕλκον Ὁμ. ([[οὐδέποτε]] εἵλκυον): - μέλλ. ἕλξω Αἰσχύλ. Ἱκ. 909, κτλ., σπανίως ἑλκύσω ῠ Ἱππ. 751D, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 81: - ἀόρ. εἵλκῠσα Πίνδ. Ν. 7, 152 καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ.· ἥλκυσα Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4993, 5006· μεταγεν. εἷλξα, ποιητ. ἕλξα, Ἀνθ. Π. 9. 370, Ὀρφ. Ἀργ. 260, Γαλην.: - πρκμ. εἵλκῠκα (καθ-) Δημ. 60. 8: - Μέσ.: μέλλ. -ύσομαι Ὀρειβ.: αόρ. εἱλκυσάμην (ἐφ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1120, (ἀφ-) Ἱππ. 787Η· σπανίως εἱλξάμην Γαλην.: - Παθ.: μέλλ. ἑλκυσθήσομαι, (ξυγκαθ-) Αἰσχύλ. Θήβ. 614, πρβλ. Λυκόφρ. 358· ἑλχθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. εἱλκύσθην Ἡρόδ. 1. 140, Ἱππ. 1123Α, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 688· μεταγεν., εἵλχθην Φιλόστρ. 359, Διογ. Λ. 6. 91· πρκμ. εἵλκυσμαι Ἱππ. 262. 4, Εὐρ. Ρῆσ. 576, (καθ-) Θουκ. 6. 50· ἕλκυσμαι (ἀν-) Ἡρόδ. 9. 98: ὑπερσ. εἵλκυστο Ἱππ. 1134Β. Παρατηρητέον ὅτι ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ οἱ τύποι [[ἕλκω]], εἷλκον καὶ ἕλξω τοῦ ἐνεστ., παρατ. καὶ μέλλ. τοῦ ῥήματος τούτου ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει, οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι ἐσχηματίζοντο ἐκ τοῦ ἑλκύω: παρ. Ἐπ. ἔχομεν τὸν παράλληλον τύπον [[ἑλκέω]] (ὃν ἴδε) καὶ τὸν θαμιστ. [[ἑλκυστάζω]] - Παρ’ Ὁμ. ὁ Ἀρίσταρχ. ἠθέτει τὴν αὔξησιν. (Ἐκ τῆς √ΕΛΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις [[ὁλκή]], [[ὁλκός]], [[ἑλκυστάζω]], [[ἄλοξ]], [[αὖλαξ]], κτλ.· πρβλ. τὴν Λατ. λέξιν sulcus: - τὸ δὲ [[ἕλκος]], Λατ. ulcus, παράγεται ἐξ ἄλλης ῥίζης). Σύρω, «τραβῶ», μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἰδέας τῆς δυνάμεως ἢ τῆς προσπαθείας, ὣς εἰπὼν ποδὸς ἕλκε, ἤρχισε νὰ σύρῃ τὸ [[πτῶμα]] ἐκ τοῦ ποδός, Ἰλ. Ν. 383· ἥνπερ … ποδῶν ἕλκωσι [[θύραζε]] Ὀδ. Π. 276· Ἕκτορα περὶ σῆμ’ ἑτάροιο … ἕλκει Ἰλ. Ω. 52· σύρων [[ἀπάγω]] ὡς αἰχμάλωτον, Χ. 65· [[καθέλκω]] εἰς τὴν θάλασσαν [[πλοῖον]], Β. 152, κτλ.· [[σύρω]] κατὰ γῆς κεκομμένον [[δένδρον]], Ρ. 743· ἐπὶ ἡμιόνων, [[σύρω]] ἅρμα, Ω. 324· ἑλκέμεναι νειοῖο … πηκτὸν ἄροτρον, σύρειν τὸν ἄροτρον διὰ μέσου τοῦ ἀγροῦ, Κ. 353, πρβλ. Ψ. 518· ἕλκ. τινὰ ἐπὶ κνάφου Ἡρόδ. 1. 92· περιβαλόντας σχοινία ἕλκ. ὁ αὐτ. 5. 85· 2) [[σύρω]] κατόπιν μου, ἐν δ’ ἔπεσ’ Ὠκεανῷ … [[φάος]] ἠελίοιο ἕλκον νύκτα μέλαιναν Ἰλ. Θ. 486· πέδας ἕλκοντα, σύροντα τὰ δεσμὰ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 3. 129· σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ’ ἕλκων, ἀφίνων ὑπερηφάνως νὰ σύρηται [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]] ἡ [[χλανίς]], Ἔφιππ. ἐν «Πελταστῇ» 1, 4· [[θοἰμάτιον]] Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 3· πρβλ. [[ἑλκεσίπεπλος]], [[ἑλκεχίτων]], [[ἕλξις]], [[σύρμα]]. 3) [[σπαράσσω]] (παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ τύπῳ [[ἑλκέω]]), ἕλκ’ ὀνύχεσσι δίπτυχον παρειὰν Εὐρ. Τρῳ. 280· τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι Θεόκρ. 1. 135· ἑλκυσθῆναι ὑπὸ κυνῶν Ἡρόδ. 1. 140· μεταφ., δυσφημῶ, [[διασύρω]], καθάπτομαί τινος, Λατ. vellico, Πινδ. Ν. 7. 152. 4) [[τανύω]] [[τόξον]], ἕλκε … γλυφίδας τε λαβὼν καὶ [[νεῦρα]] βόεια Ἰλ. Δ. 122, πρβλ. Ὀδ. Φ. 419, Ἡρόδ. 3. 21, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28, κτλ. 5) ἐπὶ ξίφους, [[σύρω]], «τραβῶ», Σοφ. Ἀντ. 1232, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 576· καὶ ἐν τῷ μέσ., τύπῳ, ἕλκετο δ’ ἐκ κολεοῖο … [[ξίφος]] Ἰλ. Α. 194. 6) [[ἀναβιβάζω]], [[σύρω]] [[ἐπάνω]], [[ἀναπετάννυμι]], ἕλκον δ’ ἱστία λευκὰ Ὀδ. Β. 426, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 32. 7) σηκώνω ὑψηλά, π.χ. τὴν ζυγαριάν, ἐτίταινε τάλαντα … ἕλκε δὲ μέσσα λαβών Ἰλ. Θ. 72, Χ. 212· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 9. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., κατὰ πολλοὺς τρόπους, 1) κωπηλατῶ, Ἡρόδ. 1. 194. 2) ῥυμουλκῶ [[πλοῖον]], Θουκ. 2. 90, κτλ. 3) [[σύρω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], [[ἕλκω]] σε κλητεύσοντα Ἀριστοφ. Νεφ. 1218, πρβλ. 1004· [[περιέλκω]], [[σύρω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἰδίως μετ’ ἀσελγῶν προθέσεων, ἕλκει καὶ βιάζεται Δημ. 563. 14· μηδένα ἕλξειν μηδ’ ὑβριεῖν [[αὐτόθι]] 585. 16· ἕλκειν γυναῖκα Λυσ. 92. 41· πρβλ. [[ἑλκέω]], [[ῥυστάζω]], 4) [[ἀνέλκω]], «τραβῶ [[ἐπάνω]]», [[ἥλιος]] ἕλκει τὸ [[ὕδωρ]] ἐπ’ ἑωυτὸν Ἡρόδ. 2. 25· ἕλκ. τὸν ἀέρα, εἰσπνέειν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Τίμ. Λοκρ. 101D· [[ἀναπνέω]], Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 1· - ἰδίως ἐπὶ πινόντων, [[πίνω]] [[ἀπνευστί]], «τὸ τραβῶ», [[μέθυ]] Εὐρ. Ἴων 1200· ἄμυστιν’ ὁ αὐτ. Κύκλ. 417· τὴν … τοῦ Πραμνίου σπονδὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 107· [[οἶνον]] … ἐκ λεπαστῆς Τηλεκλείδ. ἐν «Πρυτάνεσι» 2· ἀπνευστὶ Ἀντιφ. ἐν «Γανυμήδει» 2. 14, κτλ.· μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ [[ποτήριον]], [[δέπας]] μεστὸν ἕλκουσι … γνάθοις ἀπαύστοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 15, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1, κ. ἀλλ.· οὕτω, [[ἕλκω]] μαστόν, [[θηλάζω]], «βυζαίνω», Εὐρ. Φοίν. 987. 5) [[σύρω]] ἐκ τοῦ ἱματίου, Δημ. 583. 22. 6) ἑλκ. βίοτον, ζωάν, διάγειν ἀθλίαν, κοπιαστικὴν ζωήν, Εὐρ. Ὀρ. 207, Φοίν. 1535· προφάσιας ἕλκ., τὸ διαρκῶς προφασίζεσθαι, Ἡρόδ. 6. 86· πάσας τε προφάσεις … ἕλκουσι Ἀριστοφ. Λυσ. 727· ἕλκ. χρόνους, ἐκτείνειν τὸν χρόνον ἐν τῇ προσῳδίᾳ, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5: - [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., ἐπὶ τοσοῦτο λέγεται ἑλκύσαι τὴν σύστασιν …, ὅτι ἡ [[μάχη]] ἐξηκολούθησε (παρετάθη), Ἡρόδ. 7. 167 (ἂν καὶ δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβατ., … ὅτι ἐξηκολούθησαν (παρέτειναν) τὴν μάχην). 7) ὀρχοῦμαι, οὐδὲ κόρδαχ’ εἵλκυσεν, «οὐδ’ ἀσέμνως ὠρχήσατο» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 540· ἓν μὲν οὖν τουτί μ’ ἔασον ἑλκύσαι Εἰρ. 328. 8) [[ἕλκω]] πρὸς ἐμαυτὸν, ἑλκύω, Ἡρόδ. 2. 25· ἰδίως ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Εὐρ. Ἀποσπ. 571· ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν [[ποτὶ]] [[δῶμα]] τὸν ἄνδρα Θεόκρ. 2. 17, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 18· πείθειν καὶ ἕ. Πλάτ. Πολ. 458D· ἐχθροὺς ἐφ’ ἑαυτὸν Δημ. 611. 10· ἑλκύω [[πρός]] τι, ἐπὶ ἡδονὰς Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α· εἰς τυραννίδας ἕ. τὰς πολιτείας ὁ αὐτ. Πολ. 568C: - Παθ., ἕλκομαι [[πρός]] τι, σύρομαι [[πρός]] τι ὡς διὰ μαγείας, ἴυγγι [[ἦτορ]] ἕλκεσθαι Πινδ. Ν. 4. 56· ἕ. πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 494Ε. 9) ἐπὶ πραγμάτων ζυγιζομένων, ἕλκουσαν σταθμόν, ἔχουσαν βάρος, ὡς λέγομεν νῦν «ζυγίζουσαν», Ἡρόδ. 1. 50· ἀπολ., τὸ δ’ ἂν ἑλκύσῃ, ὅσον βαρύνῃ, ὁ αὐτ. 2. 65· ἕλκει πλεῖον, βαρύνει πλειότερον, Πλάτ. [[Μίνως]] 316Α· ἴδε ἀνωτ. Ι. 7. 10) ἀντλῶ ὡς ἐκ πηγῆς τινος, [[παραλαμβάνω]], [[ἐντεῦθεν]] εἵλκυσεν ἐπὶ τὴν τῶν λόγων τέχνην τὸ πρόσφορον αὐτῇ ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 270Α· τὸ γένος ἀπό τινος Στράβων 515· [[προσλαμβάνω]], μείζω φαντασίαν Πολύβ. 32. 20, 5· ὁ ἄρτος ἕλκει [[χρῶμα]] κάλλιστον Ἀθήν. 113C. 11) ἑλκύσαι πλίνθους, ὡς τὸ Λατ. ducere, κατασκευάσαι πλίνθους, Ἡρόδ. 1. 179· [[οὕτως]], ἕλκ. [[λάγανον]] Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε. 12) ἡ θυρὶς ἕλκει, τὸ παράθυρον κάμνει [[ῥεῦμα]], «τραβᾷ», Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29. 13) ἀσκῶ, ἕλκυσον σεαυτόν, καὶ γύμνασαι Πλάτ. Παρμ. 135D. Β. Μέσ., ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, [[τίλλω]], «τραβῶ», πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας Ἰλ. Κ. 15· ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον, ἔσυρε τὸ κάθισμά του πλησιέστερα εἰς τὴν φωτιάν, Ὀδ. Τ. 506. 2) [[ἕλκω]] πρὸς ἐμαυτόν, [[ἐπισωρεύω]], τιμάς, [[ἄφενος]] ἕλκεσθαι Θέογν. 30. 3) στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν [[ἕλκος]] ὀδυναρὸν ἐᾷ [[πρόσθε]] καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν, «οἱ σταθμώμενοι πολλὰ καὶ περιγράφοντες μεγάλα τινὰ αὐτοῖς μέλλοντα ἔσεσθαι, προωδυνήθησαν πρὶν τυχεῖν ὧν ἐπιζητοῦσι καὶ ἐλπίζουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 167. Γ. Παθ., [[τετρίγει]] δ’ ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν ἑλκόμενα στερεῶς, «ἔτριξαν δὲ τὰ νῶτα ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν χειρῶν ἐπισυρόμενα σφοδρῶς» (Θ. Γαζῆς), ἐπὶ παλαιστῶν, Ἰλ. Ψ. 715, πρβλ. [[ἑλκηδόν]]: συμπεριΐσταμαι, [[περί]] τινων φαινομένων ἐν τῇ μήτρᾳ (καρδίᾳ) τῶν δένδρων, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 2. 2) [[καταρρέω]], πηγαὶ κατ’ Αὐσοντῖτιν ἕλκονται χθόνα Λυκόφρ. 702, Διον. Ἁλ. 1086. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |