Anonymous

ἐπίτροπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτροπος''': -ον, ([[ἐπιτρέπω]]) [[ἄνθρωπος]] εἰς ὃν [[εἶναι]] ἐμπεπιστευμένη ἡ φροντὶς πράγματός τινος, [[οἰκονόμος]], [[ἐπιστάτης]], [[φροντιστής]], [[κυβερνήτης]], κτλ.· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῶν [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 1. 108· τῶν οἰκιῶν 3. 63· τῶν πατρῴων Δημ. 539. 23, πρβλ. 565. 15: [[τοπάρχης]], [[ἀντιβασιλεύς]], Μέμφιος Μιλήτου Ἡρόδ. 3. 27., 5. 30, πρβλ. 5. 106: ἐπιτετραμμένος, ὡς δ’ ἐγὼ ἤκουσα Τίμνεω, τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου ὁ αὐτ. 4. 76. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., [[ἐπίτροπος]], προστάτης, [[κηδεμών]], ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος [[εὔνοια]] [[ἐπίτροπος]] αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται Ὑπερείδου Ἐπιτάφ. 43. Ὁ Καλλίας καλεῖται [[ἐπίτροπος]] τοῦ Πρωταγόρου, πληρεξούσιος, [[συνήγορος]], οὐ γὰρ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] Καλλίας ὁ Ἱππονίκου τῶν ἐκείνου [[ἐπίτροπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 165Α. πρβλ. Δημ. 819. 18· ὁ Καίσαρος [[ἐπίτροπος]] ἢ ἐπ. Καίσαρος, Λατ. procurator Caesaris, διοικητὴς ἢ [[τοπάρχης]] ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Καίσαρος, Πλούτ. 2. 813Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186 κτλ.· ἐπ. Σεβαστοῦ ἢ -στῶν ὁ αὐτ. 1078, 1318, 1813b (Προσθῆκαι), 1352, κτλ. 3) ἀπολ., ὁ ἐπιτροπεύων τινά, [[κηδεμών]], ἀλλ’ ὁ μὲν ἦν ἔτι [[παῖς]], ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιὸς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 80, κτλ.· θεὸς ἐπ. ὢν Πινδ. Ο. 1. 171: [[φροντιστής]], [[ἐπιμελητής]], Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. - Περὶ ἐπιτρόπων πρβλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 82 καὶ 83 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''ἐπίτροπος''': -ον, ([[ἐπιτρέπω]]) [[ἄνθρωπος]] εἰς ὃν [[εἶναι]] ἐμπεπιστευμένη ἡ φροντὶς πράγματός τινος, [[οἰκονόμος]], [[ἐπιστάτης]], [[φροντιστής]], [[κυβερνήτης]], κτλ.· μετὰ γεν. πράγμ., τῶν [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 1. 108· τῶν οἰκιῶν 3. 63· τῶν πατρῴων Δημ. 539. 23, πρβλ. 565. 15: [[τοπάρχης]], [[ἀντιβασιλεύς]], Μέμφιος Μιλήτου Ἡρόδ. 3. 27., 5. 30, πρβλ. 5. 106: ἐπιτετραμμένος, ὡς δ’ ἐγὼ ἤκουσα Τίμνεω, τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου ὁ αὐτ. 4. 76. 2) μετὰ γεν. προσ., [[ἐπίτροπος]], προστάτης, [[κηδεμών]], ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος [[εὔνοια]] [[ἐπίτροπος]] αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται Ὑπερείδου Ἐπιτάφ. 43. Ὁ Καλλίας καλεῖται [[ἐπίτροπος]] τοῦ Πρωταγόρου, πληρεξούσιος, [[συνήγορος]], οὐ γὰρ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] Καλλίας ὁ Ἱππονίκου τῶν ἐκείνου [[ἐπίτροπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 165Α. πρβλ. Δημ. 819. 18· ὁ Καίσαρος [[ἐπίτροπος]] ἢ ἐπ. Καίσαρος, Λατ. procurator Caesaris, διοικητὴς ἢ [[τοπάρχης]] ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Καίσαρος, Πλούτ. 2. 813Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186 κτλ.· ἐπ. Σεβαστοῦ ἢ -στῶν ὁ αὐτ. 1078, 1318, 1813b (Προσθῆκαι), 1352, κτλ. 3) ἀπολ., ὁ ἐπιτροπεύων τινά, [[κηδεμών]], ἀλλ’ ὁ μὲν ἦν ἔτι [[παῖς]], ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιὸς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 80, κτλ.· θεὸς ἐπ. ὢν Πινδ. Ο. 1. 171: [[φροντιστής]], [[ἐπιμελητής]], Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. - Περὶ ἐπιτρόπων πρβλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 82 καὶ 83 (ἔκδ. Blass).
}}
}}
{{bailly
{{bailly