3,273,735
edits
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔοικα''': ας, ε, κτλ., πρκμ. | |lstext='''ἔοικα''': ας, ε, κτλ., πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., εἶμαι [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]]. Τοῦ ῥήματος τούτου ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει τὸ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατατικοῦ εἶκε, ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, [[ἔνθα]] ἐφάνη αὐτοῖς ἁρμόδιον τὸ [[μέρος]] νὰ ἐνεδρεύσωσι» Ἰλ. Σ. 520· μέλλων τις εἴξω, θὰ γείνω [[ὅμοιος]], ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, καὶ ἀόρ. α΄ εἶξα ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σελ. 208· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πρκμ.: - Ἐκτὸς τῶν κοινῶν τύπων [[ἔοικα]], ας, ε, κτλ., ἔχομεν παρ’ Ἐπικ. γ. δυϊκ. [[ἔϊκτον]] ἀντὶ ἐοίκατον, Ὀδ. Δ. 27, μετοχ. εἰοικυῖαι Ἰλ. Σ. 418· α΄ πληθ. ἔοιγμεν Σοφ. Αἴ. 1239, Εὐρ. Κύκλ. 99· γ΄ πληθ. [[εἴξασι]], ὁ αὐτὸς Ἑλ. 497, Ἀριστοφ. Ὄρν. 96, Πλάτ. Πολιτικ. 291Α, Σοφιστ. 230Α, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, ἐν «Συμμαχίᾳ» 2, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 8· ἀπαρ. [[εἰκέναι]] Εὐρ. Ἀποσπ. 167, Ἀριστοφ. Νεφ. 185 (πρβλ. [[προσέοικα]]), μετοχ. [[εἰκώς]], ἥτις εἶνε ἐν χρήσει καὶ ἐν Ἰλ. Φ. 254, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν τύπον ἐϊκώς, τῷ ἐϊκὼς, ἤϊξεν, ἴδε ἐν λ. [[εἰκός]]: - Ἰων. ἀλλ’ οὐχὶ Ἐπικ. [[οἶκα]], ας, ε, Ἡρόδ. 4. 82., 5. 20, 106, μετοχ. οἰκὼς ὁ αὐτ.: - Ὑπερσ. ἐῴκειν, εις, ει, Ὅμ., κλ., γ΄. πληθ. ἐῴκεσαν, Θουκ. 7. 75, κλ., Ἐπικ. ἐοίκεσαν Ἰλ. Ν. 102· Ἐπικ, γ΄. δυϊκ. ἐΐκτην ἀντὶ ἐῳκείτην Α. 104. Ὀδ. Δ. 662· Ἀττ. τις [[τύπος]] ᾔκειν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1298 (ὡς διωρθώθη ἐκ τοῦ Σχολιαστοῦ): - ἀπαντῶσιν [[ὡσαύτως]] παθητ. τύποι μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, γ΄ ἑν. πρκμ. ἤϊκται, Νικ. Θηρ. 658 (πρβλ. [[προσέοικα]])· Ὑπερσ. ἤϊκτο, [[τετράκις]] ἐν τῇ Ὀδ. καὶ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἔϊκτο Ἰλ. Ψ. 107. (Τὰ Ὁμηρικὰ παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πρέπει νὰ εἶχεν ὡς [[γράμμα]] σύμφωνον, καὶ [[ἐπειδὴ]] οὐδεὶς [[τύπος]] ἐν ταῖς συγγενέσι γλώσσαις δεικνύει [[ἴχνος]] τι τοῦ [[δίγαμμα]], ὁ Κούρτιος συμπεραίνει ὅτι ἡ [[ῥίζα]] δὲν ἦτο ϜΙΚ, ἀλλὰ πιθανῶς ΔΙΚ ἢ DΥΙΚ, δηλαδὴ ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[δείκνυμι]]· καὶ ὅτι ἡ Ὁμηρ. [[λέξις]] ἦτο yéyοικα). Ι. εἶμαι [[ὅμοιος]], φαίνομαι [[ὅμοιος]], τινι Ὅμ., κτλ.· Μαχάονι πάντε ἔοικε Ἰλ. Λ. 612· κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ Ὀδ. Α. 208· [[οὕτως]] εἶδός τε μέγεθός τε, [[δέμας]], πάντα, κτλ., Ὅμ.: γίνεται ἐμφαντικώτερον διὰ τῶν φράσεων, εἰς ὦπα ἔοικεν, [[ἄντα]] [[ἐῴκει]], ἄγχιστα [[ἐῴκει]] Ἰλ. Γ. 158, Ω. 630, κ. ἀλλ.· μελαίνῃ Κηρὶ ἔοικεν, ὁμοιάζει μὲ τὸν μαῦρον θάνατον, Ὀδ. Ρ. 500: - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην, «ἀεὶ γὰρ ἐοίκεσαν ἐπιβησομένοις τοῦ ὀχήματος» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 379· ἔοικε σημαίνοντι ὅτι, φαίνεται ὡς σημαῖνον ὅτι, Πλάτ. Κρατ. 437Α· ἔοικε σπεύδοντι, φαίνεται ὡς σπεύδων, Πρωτ. 361Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 10., 4. 3, 8· καὶ [[ἄνευ]] μετοχ., ἔοικε τοῦτ’ ἀτόπῳ· τοῦτο φαίνεται ὡς ἄτοπον, Πλατ. Φαῖδρ. 62D: ἡ [[σημασία]] τοῦ φαίνομαι ὅμοιός τινι ἀπαντᾷ καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν τῇ μετοχ. [[εἰκώς]], σφετέρᾳ δ’ εἰκότα γέννᾳ Ἀγ. 760· ξένῳ γὰρ εἰκὼς Χο. 560. ΙΙ. [[ἔοικα]] μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ Λατ. videre, ἐν φράσεσιν ἃς ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκφέρομεν ἀπροσώπως, [[ἔοικα]] δέ τοι παραείδειν, [[ὥστε]] θεῷ, μοὶ φαίνεται ὅτι ᾄδω εἰς σὲ ὡς εἰς θεόν, Ὀδ. Χ. 348· χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971, πρβλ. 984· [[ἔοικα]] θρηνεῖν [[μάτην]] ὁ αὐτὸς Χο. 925, πρβλ. 730· ἔοικ’ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινὰς προβάλλων [[ἀρτίως]] οὐκ εἰδέναι Σοφ. Ο. Τ. 744· [[ἔοικα]]... ἐποικτείρειν σε ὁ αὐτὸς ἐν Φιλ. 317· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., θέλξειν μ’ ἔοικας Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· [[ἔοικα]] θεσπιῳδήσειν, ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1161· κτενεῖν ἔοικας, ὁ αὐτὸς ἐν Χο. 922· τὸν ἄνδρα ἔοικεν [[ὕπνος]] ἕξειν Σοφ. Φιλ. 821. πρβλ. 911, Εὐρ. Ἑκ. 813, πρβλ. Κύκλ. 99· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., πικροὺς ἔοιγμεν... ἀγῶνας κηρῦξαι, φαίνεται ὅτι ἐκηρύξαμεν πικροὺς ἀγῶνας, Σοφ. Αἴ. 1239· - σπαν. μετὰ μετοχ., ἔοικε κεκλημένη Πλάτ. Κρατ. 419C· ἐοίκατε ἡδόμενοι Ξεν. Ἑλλην. 6. 3, 8· ἀλλ’ ὁ Heind καὶ ὁ Cobet προτιμῶσι κεκλημένῃ ἡδομένοις, ὡς ἀνωτ. Ι. 2) ἀπροσώπ., ἔοικε, φαίνεται· ὡς ἔοικε, ὡς φαίνεται, δεδογμέν’, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576· ὅδ’, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ [[αὐτόθι]] 740, Ἠλ. 772, 1341, Εὐρ., Θουκ., κλ.· - ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 551, τό μοι ἀνήκει εἰς τὸ τόδ’ [[ἔργον]], ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· τὸ ὡς ἔοικε, μεταχειρίζεται [[πολλάκις]] ὁ [[Πλάτων]] [[ὅπως]] κολάσῃ τὸ [[λίαν]] ὁριστικὸν φράσεώς τινος, [[ἄπειμι]] δέ, ὡς ἔοικε, τήμερον Φαίδων 61Β· ᾐνίξατο ἄρα,... ὡς ἔοικεν, ὁ [[Σιμωνίδης]] ποιητικῶς τὸ δίκαιον ὃ εἴη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 332Β, κτλ. ἐν ἀποκρίσει τὸ ἔοικεν = οὕτω φαίνεται, Πολ. 334Α, 346C, κ. ἀλλ. 3) [[ὡσαύτως]] προσωπικ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ὡς ἔοικας Σοφ. Ἠλ. 516, Τρ. 1241, ὡς [[εἴξασι]] Εὐρ. Ἠλ. 497. ΙΙΙ. σχεδὸν ἀεὶ ἀπροσώπως, προσήκει, πρέπει, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητ. ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφ., οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν [[ἔπος]] ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358· οὐ γὰρ ἔοικ’ ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· [[συχν]]. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὅμ.· ἐν δὲ τῷ ἐν Ὀδ. Χ. 196 χωρίῳ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν, πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ τὸ ἀπαρέμφ., καταλέξασθαι· οὕτω, καὶ ἐν τῇ φράσει, [[ἐπεὶ]] οὐδὲ ἔοικε, ἐξυπακουστέον τὸ [[εἶναι]], Ἰλ. Α. 119· ἡ [[χρῆσις]] αὕτη εἶνε [[σπανία]] παρ’ Ἀττ. ὡς ἐν Πλάτ. Νόμοις 879C. IV. μετοχ. ἐοικώς, [[εἰκώς]], καὶ Ἰων. [[οἰκώς]], υῖα, ός, 1) φαινόμενος [[ὅμοιος]], ὁμοιάζων, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.: ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὸν μακρότερον τύπον [[οἷον]], [[φόβος]] οὐδενὶ ἐοικὼς Θουκ. 7. 71· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ εἰκὼς Αἰσχύλ. Ἀγ. 760, Χο. 560, Εὐρ. Κύκλ. 376, Ἀριστοφ. Σφ. 1321. 2) ἀρμόδιος, ἁρμόζων, [[κατάλληλος]], μῦθοί γε ἐοικότες... ὧδε ἐοικότατα μυθήσασθαι Ὀδ. Γ. 124, 125· ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Ὀδ. Α. 46· εἰκυῖα ἄκοιτις, [[κατάλληλος]] [[σύζυγος]], Ἰλ. Ι. 399, πρβλ. Ὀδ. Δ. 239: - οὕτω παρ’ Ἀττ., [[ἔλλογος]], [[εὔλογος]], [[λογικός]], οἱ εἰκότες λόγοι, μῦθοι Πλάτ. Τίμ. 48D, 59C, κτλ. 3) πιθανόν. [[εἰκός]] ἐστι ἀντὶ τοῦ ἔοικε, Σοφ. Ἠλ. 659, 1488, κτλ.: [[μάλιστα]], ὡς [[εἰκός]], Ἰων. ὡς [[οἰκός]], ἀντὶ τοῦ ὡς ἔοικε, Ἡρόδ. 1. 45, Σοφ. Φιλ. 498, κτλ.· [[οἷον]] εἰκὸς Πλάτ. Πολ. 406D· καθάπερ εἰκὸς ὁ αὐτὸς, Τίμ. 24D· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[εἰκός]], ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδωνι 67Α, Πολ. 407D, κτλ. 4) καὶ τὰ ἐοικότα, καὶ τὰ ὅμοια, αἶγες αἴλουροι, καὶ τὰ ἐοικότα Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1 47., 3. 180. 5) περὶ τοῦ οὐδ. [[εἰκός]], [[ὅπερ]] κατέστη οὐσιαστ. ἴδε τὴν λέξιν. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |