Anonymous

ἐπόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπόρνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -όρσω· ἀόρ. -ῶρσα: ― ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ὅς μοι [[ἐπῶρσε]] [[μένος]] Ἰλ. Υ. 93. 2) [[διεγείρω]] καὶ [[ἀποστέλλω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἄγρει]] μὰν οἱ [[ἔπορσον]] Ἀθηναίην, «ἄγε μὴν παρόρμησον αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 765, πρβλ. Μ. 293, Ὀδ. Φ. 100· μετ’ ἀπαρ., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Ἰλ. Η. 42.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ πραγμάτων, τὴν οϊζύν μοι [[ἐπῶρσε]] Ποσειδάων Ὀδ. Η. 271· οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον [[ἦμαρ]] Ἰλ. Ο. 613· ἥ [[σφιν]] ἐπῶρσ’ ἄνεμον Ὀδ. Ε. 109, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 12· τῇ τις θεὸς [[ὕπνον]] [[ἐπῶρσε]], ἔστειλεν [[ὕπνον]] εἰς αὐτήν, Ὀδ. Χ. 429, πρβλ. Ἰλ. Μ. 253. ΙΙ. Παθ. ἐπόρνῠμαι, [[μετὰ]] πρκμ. ἐπόρωρα, γ΄ ἑνικ. Ἐπικ. ἀορ. β΄παθ. ἐπῶρτο: ― ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], [[ἐπιπίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[μετὰ]] δοτ., ἦ καὶ ἐπῶρτ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Φ. 324· ἀπολ., ἐπὶ δ’ ὤρνυτο [[δῖος]] Ἐπειὸς Ψ. 689, πρβλ. 759 (ἴδε [[ὄρομαι]]): ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τὸν δ’ ἐπόρνυται στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 187: ― ἐπὶ πραγμάτων, μετ’ ἀπαρ., ὦρτο δ’ ἐπὶ.. [[οὖρος]] ἀήμεναι Ὀδ. Γ. 176· ἐπὶ [[δίψος]] ὄρωρεν Νικ. Θ. 774.
|lstext='''ἐπόρνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -όρσω· ἀόρ. -ῶρσα: ― ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ὅς μοι [[ἐπῶρσε]] [[μένος]] Ἰλ. Υ. 93. 2) [[διεγείρω]] καὶ [[ἀποστέλλω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἄγρει]] μὰν οἱ [[ἔπορσον]] Ἀθηναίην, «ἄγε μὴν παρόρμησον αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 765, πρβλ. Μ. 293, Ὀδ. Φ. 100· μετ’ ἀπαρ., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Ἰλ. Η. 42.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ πραγμάτων, τὴν οϊζύν μοι [[ἐπῶρσε]] Ποσειδάων Ὀδ. Η. 271· οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον [[ἦμαρ]] Ἰλ. Ο. 613· ἥ [[σφιν]] ἐπῶρσ’ ἄνεμον Ὀδ. Ε. 109, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 12· τῇ τις θεὸς [[ὕπνον]] [[ἐπῶρσε]], ἔστειλεν [[ὕπνον]] εἰς αὐτήν, Ὀδ. Χ. 429, πρβλ. Ἰλ. Μ. 253. ΙΙ. Παθ. ἐπόρνῠμαι, μετὰ πρκμ. ἐπόρωρα, γ΄ ἑνικ. Ἐπικ. ἀορ. β΄παθ. ἐπῶρτο: ― ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], [[ἐπιπίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, μετὰ δοτ., ἦ καὶ ἐπῶρτ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Φ. 324· ἀπολ., ἐπὶ δ’ ὤρνυτο [[δῖος]] Ἐπειὸς Ψ. 689, πρβλ. 759 (ἴδε [[ὄρομαι]]): ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὸν δ’ ἐπόρνυται στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 187: ― ἐπὶ πραγμάτων, μετ’ ἀπαρ., ὦρτο δ’ ἐπὶ.. [[οὖρος]] ἀήμεναι Ὀδ. Γ. 176· ἐπὶ [[δίψος]] ὄρωρεν Νικ. Θ. 774.
}}
}}
{{bailly
{{bailly