3,273,446
edits
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπουρίζω''': ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς [[οὔριος]] [[ἄνεμος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· | |lstext='''ἐπουρίζω''': ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς [[οὔριος]] [[ἄνεμος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. [[κατουρίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι [[μέρος]] ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. [[οὖρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |