3,271,374
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπειρος''': -ον, ([[πεῖρα]]) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, | |lstext='''ἔμπειρος''': -ον, ([[πεῖρα]]) πεπειραμένος ἢ ἐξησκημένος εἴς τι, γινώσκων τι, κάτοχός τινος, μετὰ γεν., τῆς θυσίης Ἡρόδ, 2. 49· τῶν χώρων 8. 132· Βοιωτῶν 9. 46· τῆς ἐκείνου διανοίης 8. 97· κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· γάμων Σοφ. Ο. Κ. 752· τοῦ ἀγωνίζεσθαι Ἀντιφῶν 130. 6· [[περί]] τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 632D, Τίμ 22Α: - ἀπολ., οἱ ἔμπειροι, οἱ πεπειραμένοι, οἱ ἔχοντες πεῖραν, Σοφ. Ο. Τ. 44, Ο. Κ. 1135, Πλάτ., κτλ.· ναυσὶν ἐμπείροις, διὰ πλοίων δεδοκιμασμένων διὰ τῆς χρήσεως, Θουκ. 2. 8: - τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν, ἡ μεγαλειτέρα αὐτῶν [[πεῖρα]], [[αὐτόθι]] 87. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπείρως τινὸς ἔχειν. ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1, Δημ. 1351. 7· ἐμπειροτέρως ἔχειν [[περί]] τινος Αἰσχίν. 12. 5. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |