Anonymous

ὀρφανίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[κάμνω]] τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν [[αὐτόθι]] 397· ― [[μετὰ]] γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν [[ὀπός]], ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, [[μένω]] [[ὀρφανός]], πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· [[μένω]] ἐν [[ὀρφανία]], Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. [[ἀποκομίζω]], [[Ἅιδης]] ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.
|lstext='''ὀρφᾰνίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[κάμνω]] τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν [[αὐτόθι]] 397· ― μετὰ γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν [[ὀπός]], ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, [[μένω]] [[ὀρφανός]], πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· [[μένω]] ἐν [[ὀρφανία]], Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. [[ἀποκομίζω]], [[Ἅιδης]] ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly