3,273,858
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρῶ''': Ἀττ., Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ἐρέω]], μέλλ. τοῦ σπαν. ἐνεστ. [[εἴρω]] (Β.)˙ Ἀττ. εὐκτ. ἐροίην Ξεν. Κύρ. 3. 1, 14: - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐνεργ. πρκμ. εἴρηκα Ἀττ.: ὑπερσ. εἰρήκειν Πλούτ. 2. 184: Παθ. πρκμ. εἴρημαι Ἰλ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. [[εἰρέαται]] Ἡρόδ. 7, 81: ὑπερσ. εἴρητο Ἰλ., Ἀττ.: - ἀόρ. Παθ. [[ἐρρήθην]], μεταγεν. ἐρρέθην (ὁ Βεκκῆρος παρὰ μὲν Πλάτωνι [[πανταχοῦ]] παρεδέξατο τὸν τύπον [[ἐρρήθην]] παρὰ δὲ Ἀριστοτέλει ἐρρέθην, ὡς ἐν Κατηγ. 9. 3), Ἰων. εἰρέθην Ἡρόδ. 4. 77, 156: μέλλ. ῥηθήσομαι 1. 73, Πλάτ. Πολ. 473, Ἰσοκρ. 173 Ε, Δημ. 830. 10˙ ἀλλὰ κοινότερον εἰρήσομαι, [[μόλις]] εὔχρηστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ -ήσεται Ἰλ. Ψ. 795, Πινδ. Ι. 6. (5)˙ 87, Σοφ. Φιλ. 1276, κτλ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλ. [[ἐρέω]]˙ γ΄ ἑνικ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. | |lstext='''ἐρῶ''': Ἀττ., Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ἐρέω]], μέλλ. τοῦ σπαν. ἐνεστ. [[εἴρω]] (Β.)˙ Ἀττ. εὐκτ. ἐροίην Ξεν. Κύρ. 3. 1, 14: - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐνεργ. πρκμ. εἴρηκα Ἀττ.: ὑπερσ. εἰρήκειν Πλούτ. 2. 184: Παθ. πρκμ. εἴρημαι Ἰλ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. [[εἰρέαται]] Ἡρόδ. 7, 81: ὑπερσ. εἴρητο Ἰλ., Ἀττ.: - ἀόρ. Παθ. [[ἐρρήθην]], μεταγεν. ἐρρέθην (ὁ Βεκκῆρος παρὰ μὲν Πλάτωνι [[πανταχοῦ]] παρεδέξατο τὸν τύπον [[ἐρρήθην]] παρὰ δὲ Ἀριστοτέλει ἐρρέθην, ὡς ἐν Κατηγ. 9. 3), Ἰων. εἰρέθην Ἡρόδ. 4. 77, 156: μέλλ. ῥηθήσομαι 1. 73, Πλάτ. Πολ. 473, Ἰσοκρ. 173 Ε, Δημ. 830. 10˙ ἀλλὰ κοινότερον εἰρήσομαι, [[μόλις]] εὔχρηστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ -ήσεται Ἰλ. Ψ. 795, Πινδ. Ι. 6. (5)˙ 87, Σοφ. Φιλ. 1276, κτλ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλ. [[ἐρέω]]˙ γ΄ ἑνικ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μετοχ. εἰρημένος˙ ἀόρ. μετοχ. ῥηθεὶς ἐν τῇ φράσει ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (ἴδε κατωτ.), καὶ μέλλ. Παθ. - Τὴν θέσιν τοῦ ἐνεστ. [[εἴρω]] (σπάνιον παρ’ Ἐπικ. καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ.) καταλαμβάνουσι τὰ ῥήματα [[φημί]], [[λέγω]] ἢ [[ἀγορεύω]]˙ τὸ δὲ [[εἶπον]] χρησιμεύει ὡς ἀόρ. (Ἐκ τῆς √ΕΡ ἢ FΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις ἔρομαι, [[εἴρω]], ῥητός, ῥήτρα, ῥήτωρ, ῥῆμα˙ πρβλ. Σανσκρ. brû, bra-vîmi (διαλέγεσθαι)˙ Λατ. ver bum· Γοτθ. vaur-d (Ἀγγλ. word, [[λέξις]]) anda-waurd ant-wort): - Πιθ. [[ὡσαύτως]] καὶ αἱ λέξεις [[ἐρέω]] (Α), [[ἐρεείνω]], [[ἐρωτάω]], καὶ [[ἐρευνάω]], [[ὀαρίζω]], [[εἰρήνη]] νὰ ἔχωσι συγγένειαν πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ι. θὰ εἴπω ἢ θὰ ὁμιλήσω, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Ὅμ.˙ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., οὐδὲ [[πάλιν]] ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56˙ ἐν δ’ ὑμῖν [[ἐρέω]] πάντεσσι φίλοισι, «λέξω δὲ ἐν ὑμῖν ἅπασι φίλοις οὖσι» (Θ. Γαζῆς), [[αὐτόθι]] 528, πρβλ. Ὀδ. Π. 378˙ -ἀκολούθως συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐρεῖν [[πρός]] τινα, [[περί]] τινος, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., ὁμιλῶ [[περί]] τινος, κακῶς ἐρεῖν τινα, κακολογεῖν τινα, Θέογν. 796. Εὐρ. Ἄλκ. 705˙ καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρεῖν τινά τι [[αὐτόθι]] 954. Πλάτ. Κρίτων 48 Α: - Παθ., [[μῦθος]]... εἰρημένος ἔστω Ἰλ. Θ. 524, πρβλ. Ὀδ. Μ. ἐν τέλ.˙ [[λίαν]] εἰρημένον, [[λίαν]] ἀληθές, Αἰσχύλ. Πρ. 1031. ΙΙ. = θὰ εἴπω, θὰ ἀναγγείλω, [[ἔπος]], ἀγγελίην Ἰλ. Α. 419, κτλ.˙ οὕτω περὶ τῆς Ἠοῦς λέγει ὁ [[Ὅμηρος]], Ζηνὶ [[φόως]] ἐρέουσα, [[ἤτοι]] ἵνα προαναγγείλῃ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου τῷ Διί, Ἰλ. Β. 49˙ ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, ἐπὶ λόγῳ ὀρθῶς καὶ δικαίως λεχθέντι, Ὀδ. Σ. 414. 2) εἰρημένος, συμπεφωνημένος, μισθὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368, Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Schäf. παρὰ Seidl. ἐν Εὐρ. Ἡλ. 33˙ εἰρημένον, ἀπολ., καί τοι εἴρηται, καί τοι ὡμολόγηται (δηλ. ἐν ταῖς σπονδαῖς ταῖς τριακοντούτεσι), Θουκ. 1. 140. 3) ἐροῦντες, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἦλθον ἐπισκεψόμενοι τά τε ἄλλα [[ὅπως]] ἔχοι... καὶ Δερκυλίδᾳ ἐροῦντες μένοντι ἄρχειν, καὶ εἰς τὸν Δερκυλίδαν ν’ ἀναγγείλωσι τὴν διαταγὴν (τῶν [[οἴκοι]] τελῶν) κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 6, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 6˙ - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., εἴρητό οἱ, μετ’ ἀπαρ., ἐδόθησαν αὐτῷ διαταγαὶ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 7. 26, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι τῶν νομάδων Λιβύων [[εἰρέαται]] (Ἰων. ἀντὶ εἴρηνται), ἐγένετο περὶ αὐτῶν [[λόγος]], ὁ αὐτ. 4. 181. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |