Anonymous

ὀαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀᾰρίζω''': (ὄαρ), Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ [[μετὰ]] οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), [[μετὰ]] δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. [[δρῦς]]) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, [[συνδιατρίβω]], μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., [[ὠρίζεσκον]] φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.
|lstext='''ὀᾰρίζω''': (ὄαρ), Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ μετὰ οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), μετὰ δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. [[δρῦς]]) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, [[συνδιατρίβω]], μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., [[ὠρίζεσκον]] φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.
}}
}}
{{bailly
{{bailly