Anonymous

ὀμβρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] [[μετὰ]] τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.
|lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.
}}
}}
{{bailly
{{bailly