Anonymous

ὑπεκκλίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, [[ἀποφεύγω]], Πλουτ. Κάμιλλ. 18· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Βυζ.
|lstext='''ὑπεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, [[ἀποφεύγω]], Πλουτ. Κάμιλλ. 18· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Βυζ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly