Anonymous

ὁρμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμαίνω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· ([[ὁρμάω]])· ποιητ. [[ῥῆμα]], 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, [[στρέφω]] ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· [[μετὰ]] φρεσὶ [[αὐτόθι]] 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], συλλογίζομαι, [[στοχάζομαι]], ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων [[τέρας]] Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως [[μετὰ]] τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· [[ὡσαύτως]], εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν [[ὅπως]] παύσειε πόνοιο [[δῖον]] Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) [[ἐκπέμπω]], οὕτω τὸν [[αὐτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πρόθυμος]] ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, ([[ἵππος]]) βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· [[κέαρ]] ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, [[ταχέως]], Πινδ. Ο. 13. 119.
|lstext='''ὁρμαίνω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· ([[ὁρμάω]])· ποιητ. [[ῥῆμα]], 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, [[στρέφω]] ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· μετὰ φρεσὶ [[αὐτόθι]] 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], συλλογίζομαι, [[στοχάζομαι]], ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων [[τέρας]] Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως μετὰ τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· [[ὡσαύτως]], εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν [[ὅπως]] παύσειε πόνοιο [[δῖον]] Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) [[ἐκπέμπω]], οὕτω τὸν [[αὐτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πρόθυμος]] ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, ([[ἵππος]]) βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· [[κέαρ]] ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, [[ταχέως]], Πινδ. Ο. 13. 119.
}}
}}
{{bailly
{{bailly