Anonymous

ὄρθριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρθριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ([[ὄρθρος]]) ὁ κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, «τὴν αὐγὴν», «ὁ τὰ χαράγματα», ἐνωρίς, [[λίαν]] πρωῒ ποιῶν τι, [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, ὅτε τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], ἀφίκετο .. ὀρθριος Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 143· ὀρθρίη [[αὖθις]] ἔσειμι Θέογν. 861· [[ὄρθριος]] παρεῖναι, ἥκειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 283, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρωΐαν, [[ἑωθινός]], διὰ τὸν ὄρθ. νόμον, τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741· ὀρθριον ᾄδειν (ἐξυπακ. ᾆσμα), ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 489· δεῖ ὄρθριον [[εἶναι]] τὸν σύλλογον Πλάτ. Νόμ. 961Β· ― τὸ ὄρθριον, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ πρωΐ, ἐνωρίς, Ἠρόδ. 2. 173, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1· ἢ ὄρθριον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 377, 526. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 166.
|lstext='''ὄρθριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ([[ὄρθρος]]) ὁ κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, «τὴν αὐγὴν», «ὁ τὰ χαράγματα», ἐνωρίς, [[λίαν]] πρωῒ ποιῶν τι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ὅτε τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], ἀφίκετο .. ὀρθριος Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 143· ὀρθρίη [[αὖθις]] ἔσειμι Θέογν. 861· [[ὄρθριος]] παρεῖναι, ἥκειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 283, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρωΐαν, [[ἑωθινός]], διὰ τὸν ὄρθ. νόμον, τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741· ὀρθριον ᾄδειν (ἐξυπακ. ᾆσμα), ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 489· δεῖ ὄρθριον [[εἶναι]] τὸν σύλλογον Πλάτ. Νόμ. 961Β· ― τὸ ὄρθριον, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ πρωΐ, ἐνωρίς, Ἠρόδ. 2. 173, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1· ἢ ὄρθριον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 377, 526. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 166.
}}
}}
{{bailly
{{bailly