Anonymous

ἑταιρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑταιρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ἑταῖρος]] ἢ σύντροφός τινος, [[μετὰ]] δοτ., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Ἰλ. Ψ, 335· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 96. 2) μεταβ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]] ὡς σύντροφόν μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Ἐπικ ἀντὶ ἑταιρίσαιτο), «ἑταῖρον καὶ συνεργὸν λάβοι» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 456, πρβλ. Ναυμάχ. 55. ΙΙ. [[ἑταιρεύομαι]], εἶμαι [[πόρνη]]. ἐν τῷ ἐνεργ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 593Β.
|lstext='''ἑταιρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ἑταῖρος]] ἢ σύντροφός τινος, μετὰ δοτ., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Ἰλ. Ψ, 335· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 96. 2) μεταβ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]] ὡς σύντροφόν μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Ἐπικ ἀντὶ ἑταιρίσαιτο), «ἑταῖρον καὶ συνεργὸν λάβοι» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 456, πρβλ. Ναυμάχ. 55. ΙΙ. [[ἑταιρεύομαι]], εἶμαι [[πόρνη]]. ἐν τῷ ἐνεργ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 593Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly