Anonymous

ἕσπερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕσπερος''': -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἑσπέραν, [[ἑσπερινός]], ἕσπ. [[ἀστήρ]], ὁ «[[ἑσπερινός]]», Ἰλ. Χ. 318· ἀντίθ. τῷ [[ἑῷος]] [[ἀστήρ]], Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 670· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[ἀστήρ]], λαμπρὸν ἑσπέρου [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1149, Βίων 16. 1· ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλανήτου «Ἀφροδίτης», Τίμ. Λοκρ. 97Α, Κικ. Ν. D. 2. 20 πρβλ. [[φωσφόρος]])· [[ὡσαύτως]], ἕσπερον... σελάνας ἐρατὸν [[φάος]] Πινδ. 10. 90 (ἴδε τὴν λ. [[λαμπτήρ]])· ἕσπ. [[θεός]], ὁ θεὸς τοῦ σκότους, δηλ. ὁ ᾍδης ἢ ὁ Θάνατος, Σοφ. Ο. Τ. 178: - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἑσπέριος]], συνδυαζόμενον [[μετὰ]] ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. 19. 14, Τίμ. Λοκρ. 96Ε· πρβλ. [[Ἔρεβος]], [[ζόφος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἑσπέρα]], «βράδυ» (ἴδε [[ἑσπέρα]]), ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε Ὀδ. Α. 423· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἐπέλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Δ. 786, πρβλ. Σ. 305, 306· [[ποτὶ]] ἕσπερον, πρὸς ἑσπέραν, «πρὸς τὸ βράδυ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550· [[ὡσαύτως]] ἑτερογεν. πληθ., [[ποτὶ]] ἕσπερα Ὀδ. Ρ. 191: [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἕσπερος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1290: μεταφ., ἐπὶ ἡλικίας, τί δὲ ἕσπερός ἐστι γυναικῶν Ἀνθ. Π. 5. 233. ΙΙ. ὁ πρὸς δυσμάς, τόποι Αἰσχύλ. Πρ. 348· ἀγκῶνες Σοφ. Αἴ. 805· [[ἕσπερος]] γῆ, ἡ πρὸς δυσμάς· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἀφ’ ἑσπέρου Καλλ. εἰς Δῆλ. 174· πρὸς ἕσπερον ἢ -ου Διον. Π. 280, 335. (Κατ’ ἀρχὰς εἶχε F, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων Ὁμηρικῶν χωρίων· Fέσπερε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ποιήμασι τῆς Σαπφοῦς 45 Ahr.· πρβλ. Σανσκρ. varatis (νύξ), [[ἴσως]] ἐκ τοῦ vas (καλύπτειν)· οὕτω vesper [[εἶναι]] ὁ παλαιὸς Λατιν. [[τύπος]]· τὸ δὲ hesperus παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). Πρβλ. Fεσπάριοι.
|lstext='''ἕσπερος''': -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἑσπέραν, [[ἑσπερινός]], ἕσπ. [[ἀστήρ]], ὁ «[[ἑσπερινός]]», Ἰλ. Χ. 318· ἀντίθ. τῷ [[ἑῷος]] [[ἀστήρ]], Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 670· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[ἀστήρ]], λαμπρὸν ἑσπέρου [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1149, Βίων 16. 1· ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλανήτου «Ἀφροδίτης», Τίμ. Λοκρ. 97Α, Κικ. Ν. D. 2. 20 πρβλ. [[φωσφόρος]])· [[ὡσαύτως]], ἕσπερον... σελάνας ἐρατὸν [[φάος]] Πινδ. 10. 90 (ἴδε τὴν λ. [[λαμπτήρ]])· ἕσπ. [[θεός]], ὁ θεὸς τοῦ σκότους, δηλ. ὁ ᾍδης ἢ ὁ Θάνατος, Σοφ. Ο. Τ. 178: - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἑσπέριος]], συνδυαζόμενον μετὰ ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. 19. 14, Τίμ. Λοκρ. 96Ε· πρβλ. [[Ἔρεβος]], [[ζόφος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἑσπέρα]], «βράδυ» (ἴδε [[ἑσπέρα]]), ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε Ὀδ. Α. 423· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἐπέλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Δ. 786, πρβλ. Σ. 305, 306· [[ποτὶ]] ἕσπερον, πρὸς ἑσπέραν, «πρὸς τὸ βράδυ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550· [[ὡσαύτως]] ἑτερογεν. πληθ., [[ποτὶ]] ἕσπερα Ὀδ. Ρ. 191: [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἕσπερος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1290: μεταφ., ἐπὶ ἡλικίας, τί δὲ ἕσπερός ἐστι γυναικῶν Ἀνθ. Π. 5. 233. ΙΙ. ὁ πρὸς δυσμάς, τόποι Αἰσχύλ. Πρ. 348· ἀγκῶνες Σοφ. Αἴ. 805· [[ἕσπερος]] γῆ, ἡ πρὸς δυσμάς· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἀφ’ ἑσπέρου Καλλ. εἰς Δῆλ. 174· πρὸς ἕσπερον ἢ -ου Διον. Π. 280, 335. (Κατ’ ἀρχὰς εἶχε F, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων Ὁμηρικῶν χωρίων· Fέσπερε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ποιήμασι τῆς Σαπφοῦς 45 Ahr.· πρβλ. Σανσκρ. varatis (νύξ), [[ἴσως]] ἐκ τοῦ vas (καλύπτειν)· οὕτω vesper [[εἶναι]] ὁ παλαιὸς Λατιν. [[τύπος]]· τὸ δὲ hesperus παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). Πρβλ. Fεσπάριοι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly