Anonymous

ἱκανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκανός''': ῐ, ή, όν, ([[ἵκω]], [[ἱκάνω]]), ἐπίθ. τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε κατωτ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ὡς καὶ νῦν, [[ἀρκούντως]] [[ἰσχυρός]], [[ἱκανός]], μετ᾿ ἀπαρεμφ., [[εἴπερ]] αὐτοὶ ἱκανοὶ ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι Ἡρόδ. 3. 45, Ἀντιφῶν 113. 8, κτλ.· ἱκ. τεκμηριῶσαι, ἱκανὸς νὰ ἀποδείξῃ τι, Θουκ. 1. 9· ἱκ. πεῖσαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· ἱκ. ζημιοῦν, ἔχων ἐπαρκῆ ἰσχὺν [[ὅπως]] τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 8, 4· ἱκ. βοηθεῖν, ἐρωτᾶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἱκ. [[ὥστε]] γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α, πρβλ. Φαῖδρ. 258Β: ― ἱκ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 121· κατά τι Πολύβ. 26. 5, 6, κ. ἀλλ.· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην [[ἱκανός]], [[ἄνθρωπος]] μεθ᾿ ἱκανῆς φρονήσεως, Ἡρόδ. 3. 4· ἱκ. τὴν ἰατρικὴν Ξεν. Κύρ. 1. 6. 15· καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., ἱκ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Πλάτ. Πολ. 467D· οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι Ξεν. Ἱππ. 2, 1· ― [[μετὰ]] δοτ., [[ἰσόπαλος]] πρὸς.., [[ἰσοδύναμος]], εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις Πλάτ. Πρωτ. 322C, πρβλ. Θεαίτ 169Α: ― ἀπολ., ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]] Σοφ. Ο. Τ. 377· ἱκ. ἂν γένοιο σὺ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 495· οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. 215D· εὐφυεῖς καὶ ἱκ. Πλάτ. Πολ. 365Α ἱκανὸς σοφιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204Α· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, [[ἀρκούντως]] ἱκανοὶ ἐν συγκρίσει πρὸς ἰδιώτας, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· γυνὴ ἱκανὴ μεν, [[ἄγροικος]] δὲ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ποσοῦ, ὡς καὶ νῦν, [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], «[[ἀρκετός]]», τὰ ἀρκοῦνθ᾿ ἱκανὰ τοῖς σώφροσιν, τὰ ἀρκοῦντα [[εἶναι]] ἀρκετὰ εἰς τοὺς φρονίμους, Εὐρ. Φοίν. 554, πρβλ. Τρῳ. 996· ἱκ. κακὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1047· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, ἀρκούσας ἐπιτυχίας [[ἔσχον]], Θουκ. 7. 77· ἱκ. [[τεκμήριον]] Πλάτ., κτλ.· ἱκ. εἴς, ἐπί, [[πρός]] τι Ξεν. Ἱέρ. 4, 9, Πλάτ. Πολ. 371Ε, Πρωτ. 322Β. ― ἐπὶ μεγέθους, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]], οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Θουκ. 1. 2· οὐδ᾿ ἦν ἱκανά σοι... μέλαθρα... ἐγκαθυβρίζειν Εὐρ. Τρῳ. 997, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 373D, κ. ἀλλ.· λῦπαι Ἀντιφῶν 116. 29· [[μέρος]] τῶν ὄντων [[αὐτόθι]] 115. 25, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, [[ἱκανός]], «[[ἀρκετός]]», ἱκ. χρόνον Ἀριστοφ. Εἰρ. 354· ἱκ. [[χρόνος]] τινὶ Λυσ. 97. 20. 2) [[ἐπαρκής]], ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 179Β· ἱκανῷ λόγῳ ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369C· ― τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνειν ἐγγύησιν ([[εἴτε]] χρηματικὴν [[εἴτε]] [[ἄλλην]]), Λατ. satis accipere, καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος... ἀπέλυσαν αὐτοὺς Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 9· τὸ ἱκ. ποιῶ τινι, ἱκανοποιῶ ἀπαίτησίν τινος, «πρὸς τὸν ἀδολέσχην λιπαροῦντα συλλαβέσθαι αὐτῷ, τὸ ἱκανόν σοι ποιήσω, φησίν, ἐὰν παρακλήτους πέμψῃς, καὶ αὐτὸς μὴ ἔλθῃς» Διογ. Λ. 4. 50: ― ἐφ᾿ ἱκανόν, = ἱκανῶς, Πολύβ. 11. 25, 1. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, [[ἀρκούντως]], ἀρκετά, [[προσηκόντως]], Θουκ. 6. 92, κτλ.· λαγόνες λαπαραὶ ἱκανῶς Ξεν. Κυν. 5. 30. 2) ἀγγέλοντες ἱκανῶς ἔχειν τὶ [[τεῖχος]], ὅτι προεχώρησεν ἡ οἰκοδομὴ [[αὐτοῦ]] [[ἀρκούντως]], ὅτι ἔλαβεν ἐπαρκὲς [[ὕψος]], Θουκ. 1. 91, Ξεν., κλ.· ἱκ. ἐχέτω, ἂς [[εἶναι]] τοῦτο ἀρκετόν, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· ἱκ. ἔχει [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 22· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 402Α· ἱκ. ἔχειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493C· ἱκ. ἔχειν τοῦ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 194D, πρβλ. Φίληβ. 62Α: ― οὕτω καί, ἱκ. πεφυκέναι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 2· ― Ὑπερθ. ἱκανωτάτως Ἱππ. 7. 37· ἱκανώτατα Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 67Α.
|lstext='''ἱκανός''': ῐ, ή, όν, ([[ἵκω]], [[ἱκάνω]]), ἐπίθ. τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε κατωτ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ὡς καὶ νῦν, [[ἀρκούντως]] [[ἰσχυρός]], [[ἱκανός]], μετ᾿ ἀπαρεμφ., [[εἴπερ]] αὐτοὶ ἱκανοὶ ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι Ἡρόδ. 3. 45, Ἀντιφῶν 113. 8, κτλ.· ἱκ. τεκμηριῶσαι, ἱκανὸς νὰ ἀποδείξῃ τι, Θουκ. 1. 9· ἱκ. πεῖσαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· ἱκ. ζημιοῦν, ἔχων ἐπαρκῆ ἰσχὺν [[ὅπως]] τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 8, 4· ἱκ. βοηθεῖν, ἐρωτᾶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἱκ. [[ὥστε]] γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α, πρβλ. Φαῖδρ. 258Β: ― ἱκ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 121· κατά τι Πολύβ. 26. 5, 6, κ. ἀλλ.· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἀνὴρ γνώμην [[ἱκανός]], [[ἄνθρωπος]] μεθ᾿ ἱκανῆς φρονήσεως, Ἡρόδ. 3. 4· ἱκ. τὴν ἰατρικὴν Ξεν. Κύρ. 1. 6. 15· καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἱκ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Πλάτ. Πολ. 467D· οἱ τοῖς χρήμασιν ἱκανώτατοι Ξεν. Ἱππ. 2, 1· ― μετὰ δοτ., [[ἰσόπαλος]] πρὸς.., [[ἰσοδύναμος]], εἷς πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις Πλάτ. Πρωτ. 322C, πρβλ. Θεαίτ 169Α: ― ἀπολ., ἱκανὸς [[Ἀπόλλων]] Σοφ. Ο. Τ. 377· ἱκ. ἂν γένοιο σὺ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 495· οἱ ἱκανώτατοι τῶν πολιτῶν Ἰσοκρ. 260Α, πρβλ. 215D· εὐφυεῖς καὶ ἱκ. Πλάτ. Πολ. 365Α ἱκανὸς σοφιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204Α· αὐληταὶ ἱκανοὶ πρὸς ἰδιώτας, [[ἀρκούντως]] ἱκανοὶ ἐν συγκρίσει πρὸς ἰδιώτας, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· γυνὴ ἱκανὴ μεν, [[ἄγροικος]] δὲ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων πρὸς ἔκφρασιν τοῦ ποσοῦ, ὡς καὶ νῦν, [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], «[[ἀρκετός]]», τὰ ἀρκοῦνθ᾿ ἱκανὰ τοῖς σώφροσιν, τὰ ἀρκοῦντα [[εἶναι]] ἀρκετὰ εἰς τοὺς φρονίμους, Εὐρ. Φοίν. 554, πρβλ. Τρῳ. 996· ἱκ. κακὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1047· ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται, ἀρκούσας ἐπιτυχίας [[ἔσχον]], Θουκ. 7. 77· ἱκ. [[τεκμήριον]] Πλάτ., κτλ.· ἱκ. εἴς, ἐπί, [[πρός]] τι Ξεν. Ἱέρ. 4, 9, Πλάτ. Πολ. 371Ε, Πρωτ. 322Β. ― ἐπὶ μεγέθους, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]], οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Θουκ. 1. 2· οὐδ᾿ ἦν ἱκανά σοι... μέλαθρα... ἐγκαθυβρίζειν Εὐρ. Τρῳ. 997, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 373D, κ. ἀλλ.· λῦπαι Ἀντιφῶν 116. 29· [[μέρος]] τῶν ὄντων [[αὐτόθι]] 115. 25, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, [[ἱκανός]], «[[ἀρκετός]]», ἱκ. χρόνον Ἀριστοφ. Εἰρ. 354· ἱκ. [[χρόνος]] τινὶ Λυσ. 97. 20. 2) [[ἐπαρκής]], ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 179Β· ἱκανῷ λόγῳ ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369C· ― τὸ ἱκανὸν λαμβάνειν, λαμβάνειν ἐγγύησιν ([[εἴτε]] χρηματικὴν [[εἴτε]] [[ἄλλην]]), Λατ. satis accipere, καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος... ἀπέλυσαν αὐτοὺς Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 9· τὸ ἱκ. ποιῶ τινι, ἱκανοποιῶ ἀπαίτησίν τινος, «πρὸς τὸν ἀδολέσχην λιπαροῦντα συλλαβέσθαι αὐτῷ, τὸ ἱκανόν σοι ποιήσω, φησίν, ἐὰν παρακλήτους πέμψῃς, καὶ αὐτὸς μὴ ἔλθῃς» Διογ. Λ. 4. 50: ― ἐφ᾿ ἱκανόν, = ἱκανῶς, Πολύβ. 11. 25, 1. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, [[ἀρκούντως]], ἀρκετά, [[προσηκόντως]], Θουκ. 6. 92, κτλ.· λαγόνες λαπαραὶ ἱκανῶς Ξεν. Κυν. 5. 30. 2) ἀγγέλοντες ἱκανῶς ἔχειν τὶ [[τεῖχος]], ὅτι προεχώρησεν ἡ οἰκοδομὴ [[αὐτοῦ]] [[ἀρκούντως]], ὅτι ἔλαβεν ἐπαρκὲς [[ὕψος]], Θουκ. 1. 91, Ξεν., κλ.· ἱκ. ἐχέτω, ἂς [[εἶναι]] τοῦτο ἀρκετόν, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· ἱκ. ἔχει [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 22· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 402Α· ἱκ. ἔχειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493C· ἱκ. ἔχειν τοῦ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 194D, πρβλ. Φίληβ. 62Α: ― οὕτω καί, ἱκ. πεφυκέναι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 158Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 2· ― Ὑπερθ. ἱκανωτάτως Ἱππ. 7. 37· ἱκανώτατα Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 67Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly