Anonymous

ὀρεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεύς''': Ἰων. [[οὐρεύς]], έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - [[ἡμίονος]], κοινῶς «μουλάρι», [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς [[ζῷον]] φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ [[ἡμίονος]], πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ [[ὅταν]] δὲ γίνηται [[λόγος]] περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ [[θῆλυς]] ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως [[μετὰ]] τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - [[νικᾶν]] ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. [[ἡμίονος]]. - Παρ’ Ἀττ. ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἡμίονος]], ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ [[ὄρος]], [[ἐπειδὴ]] ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ [[ὀρεινός]], Λυκόφρ. 1111.
|lstext='''ὀρεύς''': Ἰων. [[οὐρεύς]], έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - [[ἡμίονος]], κοινῶς «μουλάρι», [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς [[ζῷον]] φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ [[ἡμίονος]], πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ [[ὅταν]] δὲ γίνηται [[λόγος]] περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ [[θῆλυς]] ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως μετὰ τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - [[νικᾶν]] ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. [[ἡμίονος]]. - Παρ’ Ἀττ. ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἡμίονος]], ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ [[ὄρος]], [[ἐπειδὴ]] ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ [[ὀρεινός]], Λυκόφρ. 1111.
}}
}}
{{bailly
{{bailly