Anonymous

ὑπερόριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly