Anonymous

ῥώομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥώομαι''': ἀρχ. Ἐπικ. ἀποθ., οὗ ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ γ΄ πληθ. τοῦ παρατατ. [[ἐρρώοντο]], Ἐπικ. ῥώοντο, καὶ τὸ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. ἐρρώσαντο (ἴδε κατωτ.)· ὁ Νικ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ῥώετο, Θηρ. 351. Κινοῦμαι [[μετὰ]] ταχύτητος ἢ ὁρμῆς, ὁρμῶ, τινάσσομαι, πηδῶ, ἐφορμῶ, [[μάλιστα]] ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἰλ. Λ. 50, Π. 166, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230· πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ [[πυρήν]], ἐρρωμένως ἐκινήθησαν, Ὀδ. Ω. 69· Νυμφάων, αἵτ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν, Ἰλ. Ω. 616 (πρβλ. [[ἐπιρρώομαι]] ΙΙ)· ἢ [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καλὸν χορὸν ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν ἐρρωμένως τρυφηλὸν χορόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 262· ὑπὸ δ’ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι, ὑπερρώοντο ὑπ’ αὐτῷ, ὑφώρμων, ἔτρεχον αἱ θεράπαιναι (ὑποστηρίζουσαι τὸν κύριόν των, δηλ. τὸν Ἥφαιστον), Ἰλ. Σ. 417· [[οὕτως]], ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ [[αὐτοῦ]] κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο [[μετὰ]] κακοπαθείας» (Σχολ.), [[αὐτόθι]] 411· [[γούνατα]] δ’ ἐρρώσαντο, «ἐρρωμένως ἐκινήθησαν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ψ. 3· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς [[κόμης]], χαῖται δ’ [[ἐρρώοντο]] [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, ἐσείοντο [[μετὰ]] τῆς πνοῆς τοῦ ἀνέμου, Ἰλ. Ψ. 367. (Ἐντεῦθεν πιθανῶς [[ῥώννυμι]], [[ῥώμη]], Λατ. robur, robustus· [[ἴσως]] καὶ συγγενὲς τῷ *ῥύω, [[ἐρύω]], [[ῥύμη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥώοντο· ὥρμων, ἐρρωμένως ἐκινοῦντο, ὁρμὴν ἐλάμβανον».
|lstext='''ῥώομαι''': ἀρχ. Ἐπικ. ἀποθ., οὗ ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ γ΄ πληθ. τοῦ παρατατ. [[ἐρρώοντο]], Ἐπικ. ῥώοντο, καὶ τὸ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. ἐρρώσαντο (ἴδε κατωτ.)· ὁ Νικ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ῥώετο, Θηρ. 351. Κινοῦμαι μετὰ ταχύτητος ἢ ὁρμῆς, ὁρμῶ, τινάσσομαι, πηδῶ, ἐφορμῶ, [[μάλιστα]] ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἰλ. Λ. 50, Π. 166, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 230· πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ [[πυρήν]], ἐρρωμένως ἐκινήθησαν, Ὀδ. Ω. 69· Νυμφάων, αἵτ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν, Ἰλ. Ω. 616 (πρβλ. [[ἐπιρρώομαι]] ΙΙ)· ἢ μετὰ συστοίχου αἰτ., καλὸν χορὸν ἐρρώσαντο, ἐχόρευσαν ἐρρωμένως τρυφηλὸν χορόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 262· ὑπὸ δ’ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι, ὑπερρώοντο ὑπ’ αὐτῷ, ὑφώρμων, ἔτρεχον αἱ θεράπαιναι (ὑποστηρίζουσαι τὸν κύριόν των, δηλ. τὸν Ἥφαιστον), Ἰλ. Σ. 417· [[οὕτως]], ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ [[αὐτοῦ]] κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο μετὰ κακοπαθείας» (Σχολ.), [[αὐτόθι]] 411· [[γούνατα]] δ’ ἐρρώσαντο, «ἐρρωμένως ἐκινήθησαν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ψ. 3· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς [[κόμης]], χαῖται δ’ [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, ἐσείοντο μετὰ τῆς πνοῆς τοῦ ἀνέμου, Ἰλ. Ψ. 367. (Ἐντεῦθεν πιθανῶς [[ῥώννυμι]], [[ῥώμη]], Λατ. robur, robustus· [[ἴσως]] καὶ συγγενὲς τῷ *ῥύω, [[ἐρύω]], [[ῥύμη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥώοντο· ὥρμων, ἐρρωμένως ἐκινοῦντο, ὁρμὴν ἐλάμβανον».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥώομαι:''' γʹ πληθ. παρατ. [[ἐρρώοντο]], Επικ. <i>ῥώοντο</i>· γʹ πληθ. αορ. <i>ἐρρώσαντο</i>· κινούμαι με [[ταχύτητα]] ή [[ορμή]], εκτοξεύομαι, εξαπολύομαι σαν [[βέλος]], [[ορμώ]], [[πηδώ]], [[εφορμώ]], ρίχνομαι, σε Όμηρ.· [[ῥώομαι]] περὶ [[πυρήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</i>, χόρευσαν γύρω από τον Αχελώο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χορὸνἐρρώσαντο</i>, εκτέλεσαν τον τρυφηλό χορό [[δυνατά]], ρωμαλέα, με [[ορμή]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</i>, γερά, [[δυνατά]] κινήθηκαν, έτρεξαν (οι δούλες) για να υποστηρίξουν το βασιλιά τους στο [[βάδισμα]] (δηλ. τον Ήφαιστο), σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[γούνατα]] ἐρρώσαντο, κινήθηκαν με [[ορμή]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα μαλλιά, [[ἐρρώοντο]] [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, κυμάτιζαν στην [[πνοή]] του ανέμου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥώομαι:''' γʹ πληθ. παρατ. [[ἐρρώοντο]], Επικ. <i>ῥώοντο</i>· γʹ πληθ. αορ. <i>ἐρρώσαντο</i>· κινούμαι με [[ταχύτητα]] ή [[ορμή]], εκτοξεύομαι, εξαπολύομαι σαν [[βέλος]], [[ορμώ]], [[πηδώ]], [[εφορμώ]], ρίχνομαι, σε Όμηρ.· [[ῥώομαι]] περὶ [[πυρήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</i>, χόρευσαν γύρω από τον Αχελώο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χορὸνἐρρώσαντο</i>, εκτέλεσαν τον τρυφηλό χορό [[δυνατά]], ρωμαλέα, με [[ορμή]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</i>, γερά, [[δυνατά]] κινήθηκαν, έτρεξαν (οι δούλες) για να υποστηρίξουν το βασιλιά τους στο [[βάδισμα]] (δηλ. τον Ήφαιστο), σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[γούνατα]] ἐρρώσαντο, κινήθηκαν με [[ορμή]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα μαλλιά, [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, κυμάτιζαν στην [[πνοή]] του ανέμου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥώομαι:''' (3 л. pl. impf. [[ἐρρώοντο]] - эп. ῥώοντο, fut. ῥώσομαι, aor. [[ἐρρωσάμην]])<br /><b class="num">1)</b> быстро двигаться, поспешать: κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί Hom. семенили слабые ноги (Гефеста); ὑπὸ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι Hom. спешили служанки, поддерживая хозяина;<br /><b class="num">2)</b> резво плясать, кружиться: χορὸν ῥ. HH водить хоровод; τεύχεσιν ῥ. πυρὴν [[πέρι]] καιομένοιο Hom. устраивать военные состязания вокруг горящего костра;<br /><b class="num">3)</b> развеваться (χαῖται [[ἐρρώοντο]] [[μετὰ]] πνοιῇς - dat. pl. - ἀνέμοιο Hom.).
|elrutext='''ῥώομαι:''' (3 л. pl. impf. [[ἐρρώοντο]] - эп. ῥώοντο, fut. ῥώσομαι, aor. [[ἐρρωσάμην]])<br /><b class="num">1)</b> быстро двигаться, поспешать: κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί Hom. семенили слабые ноги (Гефеста); ὑπὸ ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι Hom. спешили служанки, поддерживая хозяина;<br /><b class="num">2)</b> резво плясать, кружиться: χορὸν ῥ. HH водить хоровод; τεύχεσιν ῥ. πυρὴν [[πέρι]] καιομένοιο Hom. устраивать военные состязания вокруг горящего костра;<br /><b class="num">3)</b> развеваться (χαῖται [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς - dat. pl. - ἀνέμοιο Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥώομαι]],<br />to [[move]] with [[speed]] or [[violence]], to [[dart]], [[rush]], [[rush]] on, Hom.; ῥ. περὶ [[πυρήν]] Od.; ἀμφ' Ἀχελώιον ἐρρώσαντο danced [[about]] [[Achelous]], Il.; χορὸν ἐρρώσαντο plied the [[lusty]] [[dance]], Hhymn.; ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι [[lustily]] they moved under the [[king]]'s [[weight]], Il.; so, [[γούνατα]] ἐρρώσαντο Od.; also of the [[hair]], [[ἐρρώοντο]] [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο it waved [[streaming]] in the [[wind]], Il.
|mdlsjtxt=[[ῥώομαι]],<br />to [[move]] with [[speed]] or [[violence]], to [[dart]], [[rush]], [[rush]] on, Hom.; ῥ. περὶ [[πυρήν]] Od.; ἀμφ' Ἀχελώιον ἐρρώσαντο danced [[about]] [[Achelous]], Il.; χορὸν ἐρρώσαντο plied the [[lusty]] [[dance]], Hhymn.; ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι [[lustily]] they moved under the [[king]]'s [[weight]], Il.; so, [[γούνατα]] ἐρρώσαντο Od.; also of the [[hair]], [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο it waved [[streaming]] in the [[wind]], Il.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ῥώομαι''': {rhṓomai}<br />'''Forms''': fast nur im 3. pl. Ipf. u. Aor. ῥώοντο, [[ἐρρώοντο]], ἐρρώσαντο (ep. seit Il.), dazu, ehenfalls ep., sp. u. vereinzelt ῥώετο (Nik.), ῥώονθ’ (= -ται, D. P.), ῥώσονται (Kall.), ἐπίρρωσαι (''AP'')<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘sich heftig od. mit An- strengung bewegen, sich tummeln, tanzen’.<br />'''Composita''' : oft m. ἐπι- (selten u. sp. ἀνα-, συν-),<br />'''Etymology''' : Die Beurteilung der obigen erstarrten Formen hängt davon ab, ob den Imperfekt- oder den Aoristformen die Priorität zuzuerkennen ist (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 365). Im letzteren Falle ist das Verb primär (und mit ῥῶσαι, ἔρρωμαι, [[ῥώννυμι]] zu ver. binden?), im ersteren dagegen ein dehnstufiges Deverhativ, das sich formal besser als semantisch an [[ῥέω]] anschließt (Schwyzer 349 u. 722); vgl. die Ausführungen zu [[πλώω]] — Zu [[ῥωσκομένως]] s. [[ῥώννυμι]].<br />'''Page''' 2,668
|ftr='''ῥώομαι''': {rhṓomai}<br />'''Forms''': fast nur im 3. pl. Ipf. u. Aor. ῥώοντο, [[ἐρρώοντο]], ἐρρώσαντο (ep. seit Il.), dazu, ehenfalls ep., sp. u. vereinzelt ῥώετο (Nik.), ῥώονθ’ (= -ται, D. P.), ῥώσονται (Kall.), ἐπίρρωσαι (''AP'')<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': ‘sich heftig od. mit An- strengung bewegen, sich tummeln, tanzen’.<br />'''Composita''' : oft m. ἐπι- (selten u. sp. ἀνα-, συν-),<br />'''Etymology''' : Die Beurteilung der obigen erstarrten Formen hängt davon ab, ob den Imperfekt- oder den Aoristformen die Priorität zuzuerkennen ist (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 365). Im letzteren Falle ist das Verb primär (und mit ῥῶσαι, ἔρρωμαι, [[ῥώννυμι]] zu ver. binden?), im ersteren dagegen ein dehnstufiges Deverhativ, das sich formal besser als semantisch an [[ῥέω]] anschließt (Schwyzer 349 u. 722); vgl. die Ausführungen zu [[πλώω]] — Zu [[ῥωσκομένως]] s. [[ῥώννυμι]].<br />'''Page''' 2,668
}}
}}