Anonymous

ᾤα: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ᾤα''': ἀσυναίρ. ὠία (ἴδε κατωτ.), ἡ, (ὄϊς) δορὰ προβάτου [[μετὰ]] τῶν ἐρίων, = [[μηλωτή]], · νικᾷ δ’ ᾤα λιθίνην μάκτραν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 4, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 181, Ἡσύχ., κ. ἀλλ. 2) [[περίβλημα]] ἢ περίζωμά τι, [[ὅπερ]] ὑπεζωννύοντο οἱ λουόμενοι, ὡς τὸ νῦν Τουρκ. «πεστιμάλι», περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παισὶ· 2· ᾤαν λούμενος ([[οὕτως]] ὁ Bonll. ἀντὶ λουμένῳ) προζώννυται Φερεκράτης ἐν «Ἰπνῷ» 7· [[ὡσαύτως]] δέ, φαίνεται, καὶ κατά τινας ἱερὰς τελετάς, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 6. ΙΙ. = ὄα, (Β) Ι, [[παρυφή]], [[λῶμα]] ἱματίου, «οὔγια», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΛΒ΄, 2)· παρ’ Εὐστ. μνημονεύεται χρυσῆ ᾦα (διὰ τοῦ ῳ) τοῦ Ὀδυσσέως, 1828. 53, πρβλ. [[λῶμα]]. 2) [[καθόλου]], [[ἄκρα]], ἐς τὴν [[ἐπάνω]] ὠίαν τὰς πέτρας Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 126· τοῦ ἄντρου Λόγγος 1. 4. ― Οἱ Γραμμ. [[μεγάλως]] διαφέρουσιν ἐν τῇ γραφῇ τῆς λέξεως ταύτης: ὄα Πολυδ. Ζ’, 13, Ἀρκάδ. 100· ὄα καὶ ᾤα Ἡσύχ.· ᾤα Θεογνώστου Κανόν. 106 ᾦα Εὐστάθ. (ἴδε ἀνωτ.)· ― ὁ Εὐστ. νομίζει ὅτι [[εἶναι]] συνῃρημ. ἐκ τοῦ οἰέη, ἢ ὀΐα, 877. 33., 4828. 51.
|lstext='''ᾤα''': ἀσυναίρ. ὠία (ἴδε κατωτ.), ἡ, (ὄϊς) δορὰ προβάτου μετὰ τῶν ἐρίων, = [[μηλωτή]], · νικᾷ δ’ ᾤα λιθίνην μάκτραν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 4, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 181, Ἡσύχ., κ. ἀλλ. 2) [[περίβλημα]] ἢ περίζωμά τι, [[ὅπερ]] ὑπεζωννύοντο οἱ λουόμενοι, ὡς τὸ νῦν Τουρκ. «πεστιμάλι», περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παισὶ· 2· ᾤαν λούμενος ([[οὕτως]] ὁ Bonll. ἀντὶ λουμένῳ) προζώννυται Φερεκράτης ἐν «Ἰπνῷ» 7· [[ὡσαύτως]] δέ, φαίνεται, καὶ κατά τινας ἱερὰς τελετάς, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 6. ΙΙ. = ὄα, (Β) Ι, [[παρυφή]], [[λῶμα]] ἱματίου, «οὔγια», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΛΒ΄, 2)· παρ’ Εὐστ. μνημονεύεται χρυσῆ ᾦα (διὰ τοῦ ῳ) τοῦ Ὀδυσσέως, 1828. 53, πρβλ. [[λῶμα]]. 2) [[καθόλου]], [[ἄκρα]], ἐς τὴν [[ἐπάνω]] ὠίαν τὰς πέτρας Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 126· τοῦ ἄντρου Λόγγος 1. 4. ― Οἱ Γραμμ. [[μεγάλως]] διαφέρουσιν ἐν τῇ γραφῇ τῆς λέξεως ταύτης: ὄα Πολυδ. Ζ’, 13, Ἀρκάδ. 100· ὄα καὶ ᾤα Ἡσύχ.· ᾤα Θεογνώστου Κανόν. 106 ᾦα Εὐστάθ. (ἴδε ἀνωτ.)· ― ὁ Εὐστ. νομίζει ὅτι [[εἶναι]] συνῃρημ. ἐκ τοῦ οἰέη, ἢ ὀΐα, 877. 33., 4828. 51.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ᾤα''': {ōía}<br />'''Forms''': auch ᾦα, ὤα, ὄα<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': 1. [[Schaffell]], [[Schurz]] (Kom., att. Inschr. IV<sup>a</sup>, Poll., H.). 2. ‘Saum (des Kleides), Rand’ (Korinn.[?], Ar.''Fr''. 228 [?], LXX, kret. Inschr. II<sup>a</sup>, Longus, Poll., Hdn. u.a.); ὠΐαι· ἄκραι, ἔσχατα, μηλωταί, λέγναι H.<br />'''Etymology''' : Im Sinn von ‘Schaffell, Schurz (aus Schaffell)’ wohl zu [[ὄϊς]] [[Schaf]] aus *ὠϝία od. *ὦϝι̯α mit Dehnstufe wie in aind. ''āvikam'' n. [[Schaffell]] (Kretschmer KZ 31, 456; zum Lautlichen noch Adrados Emer. 18, 41 6 f.). Die Bed. [[Saum]] kann als ‘Besatz mit Schaf- fell’ damit identisch sein (Sommer Lautst. 18 f., 154 A. 1). Anders Bezzenberger — Fick BB 6, 236: zu lat. ''ōra'' [[Rand]], [[Saum]] usw. (von W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] abgelehnt).<br />'''Page''' 2,1144
|ftr='''ᾤα''': {ōía}<br />'''Forms''': auch ᾦα, ὤα, ὄα<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': 1. [[Schaffell]], [[Schurz]] (Kom., att. Inschr. IV<sup>a</sup>, Poll., H.). 2. ‘Saum (des Kleides), Rand’ (Korinn.[?], Ar.''Fr''. 228 [?], LXX, kret. Inschr. II<sup>a</sup>, Longus, Poll., Hdn. u.a.); ὠΐαι· ἄκραι, ἔσχατα, μηλωταί, λέγναι H.<br />'''Etymology''' : Im Sinn von ‘Schaffell, Schurz (aus Schaffell)’ wohl zu [[ὄϊς]] [[Schaf]] aus *ὠϝία od. *ὦϝι̯α mit Dehnstufe wie in aind. ''āvikam'' n. [[Schaffell]] (Kretschmer KZ 31, 456; zum Lautlichen noch Adrados Emer. 18, 41 6 f.). Die Bed. [[Saum]] kann als ‘Besatz mit Schaf- fell’ damit identisch sein (Sommer Lautst. 18 f., 154 A. 1). Anders Bezzenberger — Fick BB 6, 236: zu lat. ''ōra'' [[Rand]], [[Saum]] usw. (von W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] abgelehnt).<br />'''Page''' 2,1144
}}
}}