Anonymous

ὑπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος [[μετὰ]] χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
}}
}}
{{bailly
{{bailly