Anonymous

ὑπερισχύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]].
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]].
}}
}}