Anonymous

ῥυσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡσῐάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ῥύσιον]]) [[ἁρπάζω]] ὡς λάφυρον, [[μετὰ]] βίας [[σύρω]], ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) [[διαρπάζω]], τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. [[ῥύσια]].
|lstext='''ῥῡσῐάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ῥύσιον]]) [[ἁρπάζω]] ὡς λάφυρον, μετὰ βίας [[σύρω]], ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) [[διαρπάζω]], τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. [[ῥύσια]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly