Anonymous

ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
}}
}}
{{bailly
{{bailly