Anonymous

ὀρφανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν Εὐρ. Ἑκ. 151· ― [[ὀρφανός]], [[ἄνευ]] γονέων, ὀρφαναί, θυγατέρες [[ἄνευ]] γονέων, Ὀδ. Υ. 68· ὀρφανὰ τέκνα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 332· παῖδα τ’ ὀρφ. λιπὼν Σοφ. Αἴ. 653· νύμφας ὀρφανὰς Εὐρ. Ὀρ. 1136· ― ὡς οὐσιαστ., [[ὀρφανός]], ἐπίκληροι καὶ ὀρφ. Λυσ. 176. 21· ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Πλάτ. Νόμ. 926C· διετέλουν δὲ οὗτοι ὑπὸ τὴν φροντίδα τοῦ Ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 381· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ οὐδ., εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζειν Πλάτ. Νόμ. 927C· γραφαὶ καὶ δίκαι ... ὀρφανῶν κακώσεως Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82, 14 Βlass: ― ἐπὶ ζῴων, [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1361· ἐπὶ πραγμάτων, ὀρφ. [[οἶκος]], [[δόμος]] Σοφ. Ἀποσπ. 680, Εὐρ. Ἄλκ. 657. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. ἐστερημένος τινός. 1) ἐπὶ τέκνων, ὀρφ. πατρός, ἐστερημένα τοῦ πατρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 914, 1010· ὀρφ. τοῦ πατρὸς Δημ. 1320. 20· γονέων Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ γονέων, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς, ἄπαιδα, ἄτεκνον, Πινδ. Ο. 9. 92· ὀρφ. παίδων, τέκνων Εὐρ. Ἑκ. 151, Ἀποσπ. 336. 6, Πλάτ. Νόμ. 730D· νεοσσῶν ὀρφανῶν [[λέχος]] Σοφ. Ἀντ. 425. 3) [[καθόλου]], ὀρφ. ἑταίρων Πινδ. Ι. 7. 16· ἐπιστήμης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· κρατὸς Σωσίθ. ἐν Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 55· ὀρφ. ὕβριος, ἀπηλλαγμένοι ἀλαζονείας, Πινδ. Ι. 4. 14· ὀρφ. ἀγκίστρου κάλαμος Ἀνθολ. Π. 12. 42, = [[κενός]], ἡ [[δέλτος]] ὀρφανὴ (δηλ. γραμμάτων) κεῖται Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 15. ― [[Κατὰ]] κωμικὴν μεταφοράν, ὀρφ. [[ταρίχιον]], [[ἰχθὺς]] τεταριχευμένος [[ἄνευ]] καρυκεύματος, Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 4· πρβλ. [[χήρα]] Ι, ἐν τέλ. (Τύπος τις συντομώτερος ὀρφὸς ἀναφαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ὀρφοβότης (ὃ ἴδε), ὀρφόω, Λατ. orb- us, orb-are, κτλ., Ἀρχ. Γερμ. arb-ja (erb-e).)
|lstext='''ὀρφᾰνός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν Εὐρ. Ἑκ. 151· ― [[ὀρφανός]], [[ἄνευ]] γονέων, ὀρφαναί, θυγατέρες [[ἄνευ]] γονέων, Ὀδ. Υ. 68· ὀρφανὰ τέκνα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 332· παῖδα τ’ ὀρφ. λιπὼν Σοφ. Αἴ. 653· νύμφας ὀρφανὰς Εὐρ. Ὀρ. 1136· ― ὡς οὐσιαστ., [[ὀρφανός]], ἐπίκληροι καὶ ὀρφ. Λυσ. 176. 21· ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Πλάτ. Νόμ. 926C· διετέλουν δὲ οὗτοι ὑπὸ τὴν φροντίδα τοῦ Ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 381· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ οὐδ., εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζειν Πλάτ. Νόμ. 927C· γραφαὶ καὶ δίκαι ... ὀρφανῶν κακώσεως Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82, 14 Βlass: ― ἐπὶ ζῴων, [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1361· ἐπὶ πραγμάτων, ὀρφ. [[οἶκος]], [[δόμος]] Σοφ. Ἀποσπ. 680, Εὐρ. Ἄλκ. 657. ΙΙ. μετὰ γεν. ἐστερημένος τινός. 1) ἐπὶ τέκνων, ὀρφ. πατρός, ἐστερημένα τοῦ πατρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 914, 1010· ὀρφ. τοῦ πατρὸς Δημ. 1320. 20· γονέων Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ γονέων, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς, ἄπαιδα, ἄτεκνον, Πινδ. Ο. 9. 92· ὀρφ. παίδων, τέκνων Εὐρ. Ἑκ. 151, Ἀποσπ. 336. 6, Πλάτ. Νόμ. 730D· νεοσσῶν ὀρφανῶν [[λέχος]] Σοφ. Ἀντ. 425. 3) [[καθόλου]], ὀρφ. ἑταίρων Πινδ. Ι. 7. 16· ἐπιστήμης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· κρατὸς Σωσίθ. ἐν Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 55· ὀρφ. ὕβριος, ἀπηλλαγμένοι ἀλαζονείας, Πινδ. Ι. 4. 14· ὀρφ. ἀγκίστρου κάλαμος Ἀνθολ. Π. 12. 42, = [[κενός]], ἡ [[δέλτος]] ὀρφανὴ (δηλ. γραμμάτων) κεῖται Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 15. ― [[Κατὰ]] κωμικὴν μεταφοράν, ὀρφ. [[ταρίχιον]], [[ἰχθὺς]] τεταριχευμένος [[ἄνευ]] καρυκεύματος, Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 4· πρβλ. [[χήρα]] Ι, ἐν τέλ. (Τύπος τις συντομώτερος ὀρφὸς ἀναφαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ὀρφοβότης (ὃ ἴδε), ὀρφόω, Λατ. orb- us, orb-are, κτλ., Ἀρχ. Γερμ. arb-ja (erb-e).)
}}
}}
{{bailly
{{bailly