3,274,313
edits
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ ὑπερέβην, Ἐπικ. ὑπέρβην. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπέρβᾰσαν Ἰλ. Μ. 469. Βαίνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναβαίνω]] καὶ [[διαβαίνω]], μετ’ αἰτ., ὑπ. [[τεῖχος]] Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐδὸν Ὀδ. Θ. 80, κλπ.· τείχη Εὐρ. Βάκχ. 654, Θουκ. κλπ.· γεῖσα τειχέων Εὐρ. Φοίν. 1187· τάφρους ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111· ὑπ. δόμους, [[διαβαίνω]] τὸν οὐδὸν τῆς οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 382, ἐν Ἴωνι 514· ὑπ. τοὺς οὔρους, [[διαβαίνω]] τὰ ὅρια, Ἡρόδ. 6. 108· τὰ [[οὔρεα]], Αἷμον ὁ αὐτ. 4. 25, Θουκ. 2. 96· ὑπ. [[τέγος]] ὡς τοὺς γείτονας Δημ. 609. 15· (ἡ | |lstext='''ὑπερβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ ὑπερέβην, Ἐπικ. ὑπέρβην. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπέρβᾰσαν Ἰλ. Μ. 469. Βαίνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναβαίνω]] καὶ [[διαβαίνω]], μετ’ αἰτ., ὑπ. [[τεῖχος]] Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐδὸν Ὀδ. Θ. 80, κλπ.· τείχη Εὐρ. Βάκχ. 654, Θουκ. κλπ.· γεῖσα τειχέων Εὐρ. Φοίν. 1187· τάφρους ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111· ὑπ. δόμους, [[διαβαίνω]] τὸν οὐδὸν τῆς οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 382, ἐν Ἴωνι 514· ὑπ. τοὺς οὔρους, [[διαβαίνω]] τὰ ὅρια, Ἡρόδ. 6. 108· τὰ [[οὔρεα]], Αἷμον ὁ αὐτ. 4. 25, Θουκ. 2. 96· ὑπ. [[τέγος]] ὡς τοὺς γείτονας Δημ. 609. 15· (ἡ μετὰ γενικ. [[χρῆσις]] [[εἶναι]] ἀμφιβολωτάτη· παρ’ Ἡροδότῳ 3. 54, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἐπέβησαν· ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 1049 τὸ δόμων ὑπερβᾶσ’ (δηλ. ἐξελθοῦσα τῶν δόμων) ὁ Kirchhof διώρθωσεν ὑπεκβᾶσ’· ἐν Εὐρ. Ἴωνι 220 ὁ Ἕρμανος προτείνει πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ χωρίου τὴν λέξιν βηλὸν (βαλὸν ὁ Δινδ.)· - ἀπολ., ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· εἰς τὸ [[ἐπέκεινα]] ὑπ. (ἐξυπακ. τῶν ἡδονῶν) Πλάτ. Πολ. 587C· - ἐπὶ ποταμῶν ὑπερβαινόντων τὰς ὄχθας αὐτῶν, ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ. ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 13, 14· ἀπολ., εἰ ἐθέλει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς [[αὐτόθι]] 99. 2) [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, [[παραβαίνω]], θέμιν καὶ δίκαν Πινδ. Ἀποσπ. 4· νόμους τῶν Περσέων Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 449, 481, 663· τὰς πίστεις καὶ τοὺς ὅρκους Δημ. 153. 4· τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Πλάτ. Πολ. 373D· - καὶ ἀπολ., [[παραβαίνω]] τοὺς νόμους, ὅτε κέν τις [[ὑπερβήῃ]] (Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ.) καὶ ἁμάρτῃ Ἰλ. Ι. 501· ὑπ. καὶ ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 366Α, πρβλ. [[ὑπερβασία]]. 3) [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Λατιν. praetermitto, τοὺς προσεχέας Ἡρόδ. 3. 89· [[ἐντεῦθεν]], [[παραλείπω]], ἀφίνω, Πλάτ. Πολ. 528D, κ. ἀλλ.· ὑπ. τι τῷ λόγῳ Δημ. 51. 7· ὑπ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν ὁ αὐτ. 1398 ἐν τέλει· - [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν πλησιέστερον κληρονόμον, [[οἷον]] ἐν διαθήκῃ, Ἰσαῖ. 43. 34· - ὑπ. τῆς οὐσίας, [[παραλείπω]] [[μέρος]] αὐτῆς, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2. ΙΙ. προχωρῶ [[πέραν]] τινός, πλέον ὑπερβὰς ο΄ ἔτη, ἔχων ἡλικίαν πλειόνων ἢ τῶν 70 ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 755Α· ὑπ. τοῦτο, προβαίνουσι [[πέραν]] τούτου ἐν τῇ ἀπαιτήσει των, Πολύβ. 2. 15, 6· - ἀπολ., dies ὑπερβαίνοντες, ὑπεράριθμοι ἡμέραι ἐν τῷ ἡμερολογίῳ, Macrob. Sat. 1, 13. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπ. ἀρετῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· ὑπ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 478C· ἀπολ., Θέογν. 1015. ΙΙΙ. βαίνω ἄνωθέν τινος καὶ [[ὑπερασπίζω]] αὐτόν, μετὰ δοτ., τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα, «τεκέων ὑπερανιστάμενον, ὑπερμαχόμενον» (Σχόλ.), Ὀππ. Ἁλ. 1. 710. Β. Μεταβ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορίστ. α΄, [[ὑπερβάλλω]], θέτω [[ὑπεράνω]], ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, ὡς [[ὁδηγία]] πρὸς τὸν ἀναβαίνοντα ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 7. 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν | |mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέκομαι]] προστατευτικά [[πάνω]] από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)<br /><b>5.</b> (σε [[διαθήκη]]) [[μεταβαίνω]], [[προχωρώ]] στον πλησιέστερο κληρονόμο<br /><b>6.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από, [[πηδώ]] [[πάνω]] από μια [[έκταση]]<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[κυλώ]], [[διαρρέω]] («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ψηλότερος από [[κάτι]] [[άλλο]] («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)<br /><b>9.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |