Anonymous

ῥᾳστώνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα [[μετὰ]] πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα μετὰ πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳστώνη:''' Ιων. [[ῥῃστώνη]], ἡ ([[ῥᾷστος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευχέρεια]] ή [[ευκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.· [[ῥᾳστώνη]] ή [[μετὰ]] ῥᾳστώνης, με [[ευκολία]], εύκολα, με [[ελαφρότητα]], με [[ευχέρεια]], στον ίδ.· <i>ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν</i>, [[παρέχω]] εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραότητα]], ήρεμη [[φύση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[ηπιότητα]], Λατ. [[facilitas]]· <i>τινός</i>, σε ή προς κάποιον, <i>ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανακούφιση]] ή [[ανάρρωση]] από [[ασθένεια]] ή πόνο· [[ῥᾳστώνη]] τῆς πόσεως, [[ανάνηψη]] από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], [[χουζούρι]], [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], στον ίδ.· <i>διὰ ῥᾳστώνην</i>, [[χάριν]] ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την [[ανάπαυλα]], σε Ξεν.· επίσης, [[ανάπαυση]] με [[πολυτέλεια]], [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]], σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''ῥᾳστώνη:''' Ιων. [[ῥῃστώνη]], ἡ ([[ῥᾷστος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευχέρεια]] ή [[ευκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.· [[ῥᾳστώνη]] ή μετὰ ῥᾳστώνης, με [[ευκολία]], εύκολα, με [[ελαφρότητα]], με [[ευχέρεια]], στον ίδ.· <i>ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν</i>, [[παρέχω]] εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραότητα]], ήρεμη [[φύση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[ηπιότητα]], Λατ. [[facilitas]]· <i>τινός</i>, σε ή προς κάποιον, <i>ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανακούφιση]] ή [[ανάρρωση]] από [[ασθένεια]] ή πόνο· [[ῥᾳστώνη]] τῆς πόσεως, [[ανάνηψη]] από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], [[χουζούρι]], [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], στον ίδ.· <i>διὰ ῥᾳστώνην</i>, [[χάριν]] ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την [[ανάπαυλα]], σε Ξεν.· επίσης, [[ανάπαυση]] με [[πολυτέλεια]], [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]], σε Θουκ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥᾳστώνη:''' ион. [[ῥῃστώνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> легкость, нетрудность: [[ῥᾳστώνῃ]] и [[μετὰ]] ῥᾳστώνης Plut. с легкостью, без труда; πολλὴ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> легкий способ, удобное средство (τινὶ ῥᾳστώνην φυγῇς παρέχειν Plut.): πρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. в целях удобства;<br /><b class="num">3)</b> расположение, любезность: ἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. из расположения к кому-л.;<br /><b class="num">4)</b> снисхождение (ῥᾳστώνην τινὶ [[διδόναι]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> облегчение, отдохновение, передышка (ἐκ τῶν πόνων Plat.): ῥ. τῆς πόσεως Plat. передышка в попойке;<br /><b class="num">6)</b> беззаботность, беспечность, нерадение (ῥ. καὶ [[ῥᾳθυμία]] Dem.);<br /><b class="num">7)</b> pl. спокойствие, покой: ἐν ταῖς ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις Polyb. в условиях полного спокойствия.
|elrutext='''ῥᾳστώνη:''' ион. [[ῥῃστώνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> легкость, нетрудность: [[ῥᾳστώνῃ]] и μετὰ ῥᾳστώνης Plut. с легкостью, без труда; πολλὴ ῥ. γίγνεται μηδὲν ἐλαττοῦσθαί τινος Plat. оказывается, что весьма легко не уступать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> легкий способ, удобное средство (τινὶ ῥᾳστώνην φυγῇς παρέχειν Plut.): πρὸς τὰς ῥᾳστώνας Arst. в целях удобства;<br /><b class="num">3)</b> расположение, любезность: ἐκ τῆς ῥῃστώνης τινός Her. из расположения к кому-л.;<br /><b class="num">4)</b> снисхождение (ῥᾳστώνην τινὶ [[διδόναι]] Dem.);<br /><b class="num">5)</b> облегчение, отдохновение, передышка (ἐκ τῶν πόνων Plat.): ῥ. τῆς πόσεως Plat. передышка в попойке;<br /><b class="num">6)</b> беззаботность, беспечность, нерадение (ῥ. καὶ [[ῥᾳθυμία]] Dem.);<br /><b class="num">7)</b> pl. спокойствие, покой: ἐν ταῖς ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις Polyb. в условиях полного спокойствия.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥᾳστώνη]], ιονιξ [[ῥῃστώνη]], ἡ, [[ῥᾷστος]]<br /><b class="num">I.</b> [[easiness]] or an [[easy]] way of doing [[anything]], Plat.; [[ῥᾳστώνῃ]] or [[μετὰ]] ῥᾳστώνης with [[ease]], [[easily]], [[lightly]], Plat.; ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν to [[provide]] an [[easy]] way of [[escape]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[easiness]] of [[temper]], [[good]] [[nature]], [[kindness]], Lat. [[facilitas]], τινός to or [[towards]] a [[person]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> [[relief]] or [[recovery]] from, τῆς πόσεως from the [[effects]] of [[drinking]], Plat.: absol. [[rest]] [[leisure]], [[ease]], Plat.; διὰ ῥᾳστώνην for the [[sake]] of resting, Xen.: —also [[luxurious]] [[ease]], [[indolence]], [[carelessness]], Thuc., Dem.
|mdlsjtxt=[[ῥᾳστώνη]], ιονιξ [[ῥῃστώνη]], ἡ, [[ῥᾷστος]]<br /><b class="num">I.</b> [[easiness]] or an [[easy]] way of doing [[anything]], Plat.; [[ῥᾳστώνῃ]] or μετὰ ῥᾳστώνης with [[ease]], [[easily]], [[lightly]], Plat.; ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν to [[provide]] an [[easy]] way of [[escape]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[easiness]] of [[temper]], [[good]] [[nature]], [[kindness]], Lat. [[facilitas]], τινός to or [[towards]] a [[person]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> [[relief]] or [[recovery]] from, τῆς πόσεως from the [[effects]] of [[drinking]], Plat.: absol. [[rest]] [[leisure]], [[ease]], Plat.; διὰ ῥᾳστώνην for the [[sake]] of resting, Xen.: —also [[luxurious]] [[ease]], [[indolence]], [[carelessness]], Thuc., Dem.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe