3,277,242
edits
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ | |lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ [[κῦμα]] [[βέβρυχε]] [[ῥόθιον]] Ὀδ. Ε. 412· [[οὕτως]] ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. [[ῥοθιάζω]] 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ [[ὑπὲρ]] ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― [[καθόλου]], ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) [[μεγάλη]] [[κραυγή]], [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[καθόλου]], [[θόρυβος]], [[ταραχή]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη ( | |mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς<br /><b>6.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που μασάει με θόρυβο («[[ἄλλοτε]] καρχαρίην ὁτὲ δὲ [[ῥόθιον]] ψαμαθῑδα», Νουμήν.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥόθιον]]<br />α) το [[κύμα]] που έρχεται με θόρυβο και [[ορμή]] [[προς]] την [[παραλία]] (α. «ἀμφιπλάγκτων ῥοθίων [[μόνος]] κλύων», <b>Σοφ.</b><br />β. «παρ' ἅλιον αἰγιαλὸν ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ δραμόντες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) η ροή, το [[ρεύμα]] τών κυμάτων («κῡμα δὲ ποντον τραχεῑ ῥοθίῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) η [[σφοδρότητα]], η [[ορμή]] τών κυμάτων («εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[πάταγος]], ο συγχρονισμένος [[χτύπος]] τών κουπιών («Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπήγε μὲν τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br />ε) ορμητική, [[θορυβώδης]] [[κίνηση]] («τῆς ἵππου τὸ [[ῥόθιον]] ἀνέχεσθαι», Δίον. Αλ.)<br />στ) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) βίαιη [[εκδήλωση]], [[έκρηξη]] («τὸ [[ῥόθιον]] τοῦ θυμοῡ», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ζ) [[θόρυβος]], [[ταραχή]] («κἀκ τοῦ δ' ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν», <b>Ευρ.</b>)<br />η) [[θορυβώδης]] [[επιδοκιμασία]] («αἴρεσθ' αὐτῷ πολὺ τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοθίως</i> Α<br /><b>1.</b> με θόρυβο, ηχηρά<br /><b>2.</b> [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |