Anonymous

οἰκουρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " N. T." to " N.T."
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikouros
|Transliteration C=oikouros
|Beta Code=oi)kouro/s
|Beta Code=oi)kouro/s
|Definition=όν, ([[οὖρος]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[watching]] or [[keeping the house]], of a watch-dog, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>970</span>; of a cock, Plu.2.998b ; <b class="b3">οἰ. ὄφις</b>, of the sacred serpent in the Acropolis, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>759</span>, <span class="bibl">Phylarch.72</span> J., Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[keeping at home]] : as Subst., <b class="b3">οἰκουρός, ἡ,</b> [[mistress of the house]], [[housekeeper]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 487</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1277</span> : as Adj., <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>45</span> (masc.) ; ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰ. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>1.125v</span>.''ΙΙ'' (v A.D.) ; used in praise of a good wife, <span class="bibl">Ph.2.431</span>, <span class="bibl">D.C.56.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> contemptuously of a man, <b class="b2">stay-at-home</b>, opp. one who goes forth to war, λέοντ' ἄναλκιν… οἰκουρόν <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1225</span>, cf. <span class="bibl">1626</span>, <span class="bibl">Din.1.82</span>; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a ; δίαιτα οἰ. καὶ ἀργή <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>34</span>.</span>
|Definition=οἰκουρόν, ([[οὖρος]] B)<br><span class="bld">A</span> [[watching the house]] or [[keeping the house]], of a [[watch]]-[[dog]], Ar.V.970; of a [[cock]], Plu.2.998b; οἰκουρὸς [[ὄφις]], of the [[sacred]] [[serpent]] in the [[Acropolis]], Ar.Lys.759, Phylarch.72 J., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[keeping at home]]: as [[substantive]], [[οἰκουρός]], ἡ, [[mistress of the house]], [[housekeeper]], S.Fr. 487, E.Hec.1277: as adjective, Id.HF45 (masc.); ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός PLond.1.125v.''ΙΙ'' (v A.D.); used in [[praise]] of a [[good]] [[wife]], Ph.2.431, D.C.56.3.<br><span class="bld">2</span> contemptuously of a man, [[stay-at-home]], opp. one who goes forth to [[war]], λέοντ' ἄναλκιν… οἰκουρόν A.Ag.1225, cf. 1626, Din.1.82; τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰ. Plu.2.751a; [[δίαιτα]] οἰκουρός καὶ ἀργή Id.Per.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν [[οἰκουρός]], im Ggstz von [[πρεσβευτής]], der sich der Gesandtschaft entzieht; [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, N. T. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] das Haus bewachend, hütend; λείπει με τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, Eur. Herc. Fur. 45; Hec. 1277; bes. entfernt vom Kampfe, von den öffentlichen Geschäften, zu Hause bleibend, λέοντ' ἄναλκιν ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, Aesch. Ag. 1198, vgl. 1608, wo es zugleich die Bdtg des Auflauerns hat; Ar. Vesp. 970; bei Din. 1, 82, ἐν ταῖς παρατάξεσιν [[οἰκουρός]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πρεσβευτής]], der sich der Gesandtschaft entzieht; [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργή, Plut. Per. 34; von der Frau, lobend, = häuslich, [[NT|N.T.]] u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> [[qui garde la maison]];<br /><b>II.</b> [[qui reste à la maison]] :<br /><b>1</b> [[sédentaire]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> [[oisif]], [[inactif]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[οὖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[охраняющий дом]], [[стерегущий]] (''[[sc.]]'' [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[не выходящий из дому]], т. е. [[бездеятельный]], [[праздный]] ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[застоявшийся]], [[затхлый]] ([[ἀήρ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουρός''': -όν, ([[οὖρος]]), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. [[ὄφις]], ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., [[οἰκουρός]], ἡ, [[οἰκοδέσποινα]], οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς [[ἔπαινος]] καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκουρέω]].
|lstext='''οἰκουρός''': -όν, ([[οὖρος]]), ὁ φυλάττων τὸν οἶκον, ἐπὶ κυνός, Ἀριστοφ. Σφ. 970, πρβλ. Λυσ. 759· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος. Πλούτ. 2. 998Β· οἰκ. [[ὄφις]], ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄφεως τοῦ ἐν Ἀκροπόλει, Ἀριστοφ. Λυσ. 759, πρβλ. Φύλαρχ. 74. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰκουρὸν ὄφιν· τὸν τῆς Πολιάδος φύλακα δράκοντα καὶ οἱ μὲν ἕνα φασίν, οἱ δὲ δύο ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦτον δὲ φύλακα τῆς ἀκροπόλεώς φασιν, ᾧ καὶ μελιτοῦτταν παρατίθεσθαι». ΙΙ. ὁ κατ’ οἶκον μένων· ὡς οὐσιαστ., [[οἰκουρός]], ἡ, [[οἰκοδέσποινα]], οἰκοκυρά, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 45· ἐν χρήσει ὡς [[ἔπαινος]] καλῆς συζύγου, Φίλων 2. 431, Δίων Κ. 56. 3· - περιφρονητικῶς ἐπὶ ἀνδρός, ὁ μένων κατ’ οἶκον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εἰς πόλεμον ἀπερχόμενον, λέοντ’ ἄναλκιν.. οἰκουρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1225, πρβλ. 1626, Δείναρχ. 100. 37· τὸν ὑγρὸν τοῦτον καὶ οἰκ. Πλούτ. 2. 751Α· οὕτω, [[δίαιτα]] οἰκ. καὶ ἀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 34· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰκουρέω]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> qui garde la maison;<br /><b>II.</b> qui reste à la maison :<br /><b>1</b> sédentaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> oisif, inactif.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηπ</i>-[[ουρός]], <i>οδ</i>-[[ουρός]]].
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[κηπουρός]], [[οδουρός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουρός:'''<br /><b class="num">1)</b> охраняющий дом, стерегущий (sc. [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> застоявшийся, затхлый ([[ἀήρ]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκ-ουρός, όν [[οὖρος]]<br /><b class="num">I.</b> watching the [[house]], of a watchdog, Ar.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., [[οἰκουρός]], ἡ, the [[mistress]] of the [[house]], [[housekeeper]], Eur.:—[[contemptuously]] of a man, a [[stay]]-at-[[home]], opp. to one who goes [[forth]] to war, Aesch.; so, [[δίαιτα]] οἰκ. Plut.
|mdlsjtxt=οἰκ-ουρός, όν [[οὖρος]]<br /><b class="num">I.</b> watching the [[house]], of a watchdog, Ar.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[οἰκουρός]], ἡ, the [[mistress]] of the [[house]], [[housekeeper]], Eur.:—[[contemptuously]] of a man, a [[stay]]-at-[[home]], opp. to one who goes [[forth]] to war, Aesch.; so, [[δίαιτα]] οἰκ. Plut.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[stay-at-home]], [[lady of the house]], [[mistress of a house]], [[staying at home]]
|woodrun=[[stay-at-home]], [[lady of the house]], [[mistress of a house]], [[staying at home]]
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[señora de la casa]] ref. prob. a Neftis ἐλθέ, φάνηθι, ἡ θεὸς ἡ καλουμένη οἰκουρός <b class="b3">ven, muéstrate, tú, la diosa llamada señora de la casa</b> P XIa 11
}}
{{trml
|trtx====[[housekeeper]]===
Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل‎ al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: [[huishoudster]]; Finnish: emäntä; French: [[ménagère]]; German: [[Hausfrau]], [[Haushälterin]], [[Haushälter]]; Greek: [[οικονόμος]], [[νοικοκυρά]]; Ancient Greek: [[διοικήτρια]], [[οἰκονόμος]], [[οἰκουρός]]; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: [[casalinga]]; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: [[dona de casa]]; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: [[домработница]], [[экономка]]; Spanish: [[ama de casa]]; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia
}}
}}