Anonymous

ὀβολός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovolos
|Transliteration C=ovolos
|Beta Code=o)bolo/s
|Beta Code=o)bolo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[obol]], used both as a weight and coin, at Athens, = ''1''/<span class="bibl">6</span> of a [[δραχμή]], rather more than three halfpence, <span class="title">IG</span>12.140.5, al., freq. in <span class="bibl">Ar., <span class="title">Nu.</span>118</span>, al. ; [[πολὺ]] or <b class="b3">μικρὸν τοῦ ὀ</b>. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. [[worthless]] or [[valuable]], <span class="bibl">Antiph.135</span>, <span class="bibl">Eup.185</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>945</span>; <b class="b3">ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν</b> 'to sit in the cheap seats', <span class="bibl">D.18.28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as a weight, Gal.13.295, etc. (<b class="b3">ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός</b> are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>17</span>.)</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[obol]], used both as a [[weight]] and [[coin]], at [[Athens]], = of a [[δραχμή]], rather more than [[three]] [[halfpence]], IG12.140.5, al., freq. in Ar., Nu.118, al.; [[πολὺ τοῦ ὀβολοῦ]] or [[μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ]] a thing of which you get [[much]] or [[little]] for an [[obol]], i.e. [[worthless]] or [[valuable]], Antiph.135, Eup.185, cf. Ar.Eq.945; [[ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν]] 'to [[sit in the cheap seats]]', D.18.28.<br><span class="bld">II</span> as a [[weight]], Gal.13.295, etc. ([[ὀβολός]], [[ὀβελός]], [[ὀβελλός]], [[ὀδελός]] are different dialect forms of a word for '[[spit]]' or '[[nail]]', nails being used in early times as [[money]], six of them making a [[handful]] ([[δραχμή]]), cf. Plu.Lys.17.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 [[χαλκοῦς]], der sechste Theil einer [[δραχμή]], etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; [[ἡλιαστικός]], der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs [[ὀβολός]] = [[ὀβελός]], s. oben [[ὀβελίσκος]]; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, [[δραχμή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 [[χαλκοῦς]], der sechste Teil einer [[δραχμή]], etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; [[ἡλιαστικός]], der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Übh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs [[ὀβολός]] = [[ὀβελός]], s. oben [[ὀβελίσκος]]; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, [[δραχμή]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />obole :<br /><b>1</b> monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;<br /><b>2</b> mesure athénienne équivalente à ⅙ d'un chénice.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολός:''' ὁ обол<br /><b class="num">1</b> мера веса = ⅙ драхмы = 0.728 г Arst.;<br /><b class="num">2</b> мелкая монета = 1/16 драхмы Thuc., Arph. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.
|lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />obole :<br /><b>1</b> monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;<br /><b>2</b> mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br />β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῖν» — το να παρακολουθεί [[κανείς]] [[παράσταση]] έργου από [[θέση]] για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οβελός]]].
|mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῦ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ» — ασήμαντο ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br />β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῖν θεωρεῖν» — το να παρακολουθεί [[κανείς]] [[παράσταση]] έργου από [[θέση]] για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οβελός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀβολός:''' ὁ, [[ένας]] [[οβολός]], ως [[μονάδα]] μέτρησης βάρους· ως νομισματική [[μονάδα]], το 1/6 <i>της δραχμῆς</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν</i>, σε [[θέση]] θεάτρου πληρωμένη με [[δύο]] οβολούς, σε Δημ.
|lsmtext='''ὀβολός:''' ὁ, [[ένας]] [[οβολός]], ως [[μονάδα]] μέτρησης βάρους· ως νομισματική [[μονάδα]], το <i>της δραχμῆς</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν</i>, σε [[θέση]] θεάτρου πληρωμένη με [[δύο]] οβολούς, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολός:''' ὁ обол<br /><b class="num">1)</b> мера веса = 1/6 драхмы = 0.728 г Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мелкая монета = 1/16 драхмы Thuc., Arph. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀβολός]], οῦ, ὁ,<br />an obol, as a [[weight]], = 1/6th [[part]] of a [[δραχμή]], [[worth]] [[rather]] [[more]] [[than]] [[three]] halfpence, Ar.; ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, as we [[might]] say "to sit in the [[shilling]] [[gallery]], " Dem.
|mdlsjtxt=[[ὀβολός]], οῦ, ὁ,<br />an obol, as a [[weight]], = 1/6th [[part]] of a [[δραχμή]], [[worth]] [[rather]] [[more]] [[than]] [[three]] halfpence, Ar.; ἐν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, as we [[might]] say "to sit in the [[shilling]] [[gallery]], " Dem.
}}
{{wkpen
|wketx=The [[obol]] (Greek: [[ὀβολός]], obolos, also [[ὀβελός]] (obelós), [[ὀβελλός]] (obellós), [[ὀδελός]] (odelós). lit. "[[nail]], [[metal]] [[spit]]"; Latin: [[obolus]]) was a form of ancient Greek [[currency]] and [[weight]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀθηναϊκό [[νόμισμα]]). Παράλληλος [[τύπος]] τοῦ [[ὀβελός]], μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο.<br><b>Παράγωγα:</b> ὀβολοστατῶ (=[[ζυγίζω]] ὀβολούς), [[ὀβολοστάτης]] (=[[τοκογλύφος]]), [[τριώβολον]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[obolus]]'', [[obol]] (Greek coin), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.47.6/ 5.47.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.29.2/ 8.29.2].
}}
{{trml
|trtx====[[obol]]===
an: obolo; az: obol; be_x_old: абол; be: абол; bg: обол; br: obolenn; ca: òbol; cs: obolos; cy: obol; de: Obolus; el: οβολός; en: [[obol]]; eo: obolo; es: [[óbolo]]; et: obool; eu: obolo; fi: oboli; fr: [[obole]]; gl: óbolo; he: אובול; hu: obolus; id: obolos; io: obolo; it: obolo; ja: オボルス; la: [[obolus]]; lt: obolas; ms: obolos; nl: [[obool]]; pl: obol; pt: [[óbolo]]; ro: obol; ru: [[обол]]; sah: обол; sv: obol; tr: obolos; uk: обол; zh: 奧波勒斯
}}
}}