Anonymous

θερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ;" to ";"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμαίνω''': μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε [[θέρμω]]: ([[θερμός]]). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· [[ἥλιος]] θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ [[χαλκίον]] θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]] πολλῆς, [[εἵως]] θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― [[αἰσθάνομαι]] θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως [[ὄνομα]], τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι ; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ [[αἰσθάνομαι]] θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., [[μάλα]] δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον [[χωρίον]]: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.
|lstext='''θερμαίνω''': μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε [[θέρμω]]: ([[θερμός]]). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· [[ἥλιος]] θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ [[χαλκίον]] θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]] πολλῆς, [[εἵως]] θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― [[αἰσθάνομαι]] θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως [[ὄνομα]], τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ [[αἰσθάνομαι]] θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., [[μάλα]] δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον [[χωρίον]]: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly