Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιωπῶ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ;" to ";"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]] ; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]]; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly