3,274,522
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " ;" to ";") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάρμα''': τό, (√ΧΑΡ, [[χαίρω]])· Ι. ὡς συγκεκριμένον, πηγὴ χαρᾶς, [[πρᾶγμα]] πρόξενον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, [[χαρά]], [[χάρμα]] γενέσθαι ἢ ἔσεσθαί τινι Ἰλ. Ρ. 636, Ψ. 342· χ. φίλοις Θέογν. 692· [[ὡσαύτως]] χ. τινὸς Εὐρ. Φοίν. 1506, Ἱκ. 282· - χάρ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 266, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 563· μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι [[χάρμα]] δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ἐπὶ νίκης ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἄπονον χ. ἔλαβον Πινδ. Ο. 10 (11) 26· καλλίνικον χ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4) 69· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ζ. 185, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034, Εὐρ. : χάρματα τιθέναι, ἐμβάλλειν τινὶ Πινδ. Ο. 2. 179., 7. 80· ἀντιδιδόναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 984. 2)ἐπὶ χαιρεκακίας, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δέ σοι αὐτῷ ; Ἰλ. Γ. 51, Ζ. 82, κ. ἀλλ.: λυπρά, χάρματα δ’ ἐχθροῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034· πρβλ. [[ἐπίχαρμα]]. ΙΙ. ὡς ἀφῃρημένον, [[χαρά]], εὐφροσύνη, [[τέρψις]], τὴν δ’ ἅμα χ. καὶ [[ἄλγος]] ἕλε φρένα Ὀδ. Τ. 471, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 400. - Ποιητ. [[λέξις]]. | |lstext='''χάρμα''': τό, (√ΧΑΡ, [[χαίρω]])· Ι. ὡς συγκεκριμένον, πηγὴ χαρᾶς, [[πρᾶγμα]] πρόξενον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, [[χαρά]], [[χάρμα]] γενέσθαι ἢ ἔσεσθαί τινι Ἰλ. Ρ. 636, Ψ. 342· χ. φίλοις Θέογν. 692· [[ὡσαύτως]] χ. τινὸς Εὐρ. Φοίν. 1506, Ἱκ. 282· - χάρ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 266, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 563· μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι [[χάρμα]] δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ἐπὶ νίκης ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἄπονον χ. ἔλαβον Πινδ. Ο. 10 (11) 26· καλλίνικον χ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4) 69· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ζ. 185, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034, Εὐρ. : χάρματα τιθέναι, ἐμβάλλειν τινὶ Πινδ. Ο. 2. 179., 7. 80· ἀντιδιδόναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 984. 2)ἐπὶ χαιρεκακίας, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δέ σοι αὐτῷ; Ἰλ. Γ. 51, Ζ. 82, κ. ἀλλ.: λυπρά, χάρματα δ’ ἐχθροῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034· πρβλ. [[ἐπίχαρμα]]. ΙΙ. ὡς ἀφῃρημένον, [[χαρά]], εὐφροσύνη, [[τέρψις]], τὴν δ’ ἅμα χ. καὶ [[ἄλγος]] ἕλε φρένα Ὀδ. Τ. 471, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 400. - Ποιητ. [[λέξις]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |