Anonymous

ἐπιστρωφάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " ;" to ";"
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστρωφάω''': θαμιστ. τοῦ [[ἐπιστρέφω]], ἀλλὰ μόνον ἐν ἀμεταβ. μετ’ αἰτ., [[συχνάζω]] εἴς τινα τόπον, [[ἐπισκέπτομαι]] αὐτόν, θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας, «ἐπέρχονται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 486· ἀνέρος, ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι, ἐπέρχονται αὐτῷ, ἐνοχλοῦσιν αὐτόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 44· γαῖαν Ὀρφ. Ἀργ. 828· εἰς γῆν Φρύν. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 433: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[ἐξέρχομαι]], [[συχνάζω]], [[κατέχω]], δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 972· [[ὡσαύτως]], [[ἔρχομαι]] εἰς…, [[πόθεν]] γῆς τῆσδ’ ἐπ. [[πέδον]] ; Εὐρ. Μήδ. 666.
|lstext='''ἐπιστρωφάω''': θαμιστ. τοῦ [[ἐπιστρέφω]], ἀλλὰ μόνον ἐν ἀμεταβ. μετ’ αἰτ., [[συχνάζω]] εἴς τινα τόπον, [[ἐπισκέπτομαι]] αὐτόν, θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας, «ἐπέρχονται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 486· ἀνέρος, ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι, ἐπέρχονται αὐτῷ, ἐνοχλοῦσιν αὐτόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 44· γαῖαν Ὀρφ. Ἀργ. 828· εἰς γῆν Φρύν. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 433: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[ἐξέρχομαι]], [[συχνάζω]], [[κατέχω]], δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 972· [[ὡσαύτως]], [[ἔρχομαι]] εἰς…, [[πόθεν]] γῆς τῆσδ’ ἐπ. [[πέδον]]; Εὐρ. Μήδ. 666.
}}
}}
{{bailly
{{bailly