Anonymous

αἴξ: Difference between revisions

From LSJ
5,250 bytes added ,  23 May 2021
m
no edit summary
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
mNo edit summary
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''αἴξ''': αἰγός<br />{aíks}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Ziege]] selten m. [[Ziegenbock]] (seit Hom.). Auch übertragen als Name eines Wasservogels (dazu Janzén [s. u.] 17) und im Sinn von [[Meteor]] (Arist.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[αἴγειος]], [[αἴγεος]] ‘zur Ziege gehörig, Ziegen-’ (Hom. usw., vgl. Chantraine Formation 50, Schwyzer 467f.), später auch αἴγινος und αἰγικός (Pap.).<br />'''Etymology''' : Außerdem [[αἰγίς]] [[Ziegenfell]] s. d., [[αἰγίδιον]] Demin. von [[αἴξ]] (Pherekr., Antiph. usw.). Vgl. noch [[αἴγιλος]] s. [[αἰγίλωψ]]. Eine Metapher liegt wahrscheinlich vor in αἶγες· τὰ κύματα. Δωριεῖς H., s. [[αἰγιαλός]]. Inwieweit das Wort für Ziege in griechischen Ortsnamen enthalten ist ([[Αἰγαί]], [[Αἰγαῖος]], [[Αἴγινα]] usw.), ist strittig; vgl., außer der Literatur zu [[αἰγιαλός]], Sommer IF 55, 259f. (vorgriechisch), V. Burr Nostrum mare (Würzb. Stud. zur Altertumswiss.) Stuttgart 1932. [[αἴξ]] ist mit arm. ''ayc'' [[Ziege]] identisch. Es wird von Specht KZ 66, 13 (s. auch Die Ausbreitung der Indogermanen, 1944, 10f.) aus ungenügenden Gründen als gemeinsames Lehnwort der Indogermanen bei ihrem ersten Vorstoß auf die Balkanhalbinsel betrachtet. Als tiefstufige Form wird gewöhnlich aw. ''ī̆zaēna''- [[aus Leder]] beurteilt. — Höchst unsichere, z. T. entschieden verfehlte weitere Kombinationen bei A. Janzén Bock und Ziege (GHÅ 43 [1937 : 5]) 9ff. Anfechtbar auch Meillet Rev. d. ét. slav. 5, 9. Zu den vielen Namen der Ziege im Idg. s. Lidén Armen. Studien 13f. Zum ''a''-haltigen Vokalismus Specht Ursprung 204 A. 1, Kuhn KZ 71, 145f.<br />'''Page''' 1,41-42
|ftr='''αἴξ''': αἰγός<br />{aíks}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Ziege]] selten m. [[Ziegenbock]] (seit Hom.). Auch übertragen als Name eines Wasservogels (dazu Janzén [s. u.] 17) und im Sinn von [[Meteor]] (Arist.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[αἴγειος]], [[αἴγεος]] ‘zur Ziege gehörig, Ziegen-’ (Hom. usw., vgl. Chantraine Formation 50, Schwyzer 467f.), später auch αἴγινος und αἰγικός (Pap.).<br />'''Etymology''' : Außerdem [[αἰγίς]] [[Ziegenfell]] s. d., [[αἰγίδιον]] Demin. von [[αἴξ]] (Pherekr., Antiph. usw.). Vgl. noch [[αἴγιλος]] s. [[αἰγίλωψ]]. Eine Metapher liegt wahrscheinlich vor in αἶγες· τὰ κύματα. Δωριεῖς H., s. [[αἰγιαλός]]. Inwieweit das Wort für Ziege in griechischen Ortsnamen enthalten ist ([[Αἰγαί]], [[Αἰγαῖος]], [[Αἴγινα]] usw.), ist strittig; vgl., außer der Literatur zu [[αἰγιαλός]], Sommer IF 55, 259f. (vorgriechisch), V. Burr Nostrum mare (Würzb. Stud. zur Altertumswiss.) Stuttgart 1932. [[αἴξ]] ist mit arm. ''ayc'' [[Ziege]] identisch. Es wird von Specht KZ 66, 13 (s. auch Die Ausbreitung der Indogermanen, 1944, 10f.) aus ungenügenden Gründen als gemeinsames Lehnwort der Indogermanen bei ihrem ersten Vorstoß auf die Balkanhalbinsel betrachtet. Als tiefstufige Form wird gewöhnlich aw. ''ī̆zaēna''- [[aus Leder]] beurteilt. — Höchst unsichere, z. T. entschieden verfehlte weitere Kombinationen bei A. Janzén Bock und Ziege (GHÅ 43 [1937 : 5]) 9ff. Anfechtbar auch Meillet Rev. d. ét. slav. 5, 9. Zu den vielen Namen der Ziege im Idg. s. Lidén Armen. Studien 13f. Zum ''a''-haltigen Vokalismus Specht Ursprung 204 A. 1, Kuhn KZ 71, 145f.<br />'''Page''' 1,41-42
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἴξ]]-αἰγός, ο, η)<br />[[γίδα]], [[κατσίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υδρόβιο [[πτηνό]], πιθ. της οικογένειας τών χηνών<br /><b>2.</b> [[διάπυρος]] αερόλιθος, [[μετέωρο]]<br /><b>3.</b> «αἴξ [[ἄγριος]]», ο [[αίγαγρος]]<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή η λ. δεν απαντά σε [[κείμενα]], [[παρά]] μόνο ως [[ιδεόγραμμα]] για να συμβολίσει το [[κατσίκι]]. Μόνο σε μια [[πινακίδα]] της Κνωσού υπάρχει το [[συλλαβόγραμμα]] ΑΙ, [[συντομογραφία]] ίσως της λ. <i>αἴξ</i>. Η [[χρήση]] όμως της λ. με αυτή τη [[σημασία]] επιβεβαιώνεται από τα παράγωγα επίθ. <i>αἶζος</i> και το συνθ. <i>αἰγιπάστας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. <i>αἴξ</i>(<i>αἰγ</i>-<i>ὸς</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>- που σήμαινε την «[[αίγα]], [[κατσίκα]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] παράγονται το αρμενικό <i>ayc</i> και το αβεστικό <i>iza</i><i>ē</i><i>na</i> (αρχικά «το [[πόδι]] της κατσίκας»). Ακόμη οι λ. αυτές [[πρέπει]] να συνδέονται με τους ορούς <i>aja</i>- «[[τράγος]]» και <i>aj</i><i>ā</i>, «[[αίγα]]» της αρχαίας ινδικής, που με τη [[σειρά]] τους σχετίζονται μ' ένα χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] του ζώου. το πηδηχτό [[βήμα]] του. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] του <i>Specht</i> πως ο όρος αποτελεί [[δάνειο]] τών Ινδοευρωπαίων από τον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Η λ. στην Ελληνική χρησιμοποιήθηκε πολύ [[νωρίς]] και σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]. Ήδη στα Μυκηναϊκά [[πρέπει]] να ήταν γνωστή η λ., που σώζεται στο σύνθετο <i>αἰγιπάστας</i> (ai-ki-pa-ta). «ο [[γιδοβοσκός]]». Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με δύο τύπους, <i>αἰγ</i>(<i>ι</i>)- και, σε νεώτερους χρόνους, <i>αἰγο</i>-: [[αἰπόλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αιγπόλος</i>) «[[γιδοβοσκός]]», <i>αἰγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>αἰγί</i>-[[βάτης]], <i>αἰγι</i>-<i>πόδης</i>, <i>αἰγί</i>-<i>πλαγκτος</i>, <i>αἰγί</i>-<i>λιψ</i> κ.λπ. <i>αἰγο</i>-[[βοσκός]], <i>αἰγο</i>-[[βάτης]], <i>αἰγό</i>-<i>κερως</i>, <i>αἰγο</i>-[[πρόσωπος]] κ.ά. Ως [[προς]] το «<i>αἶγες</i><br /><i>κύματα</i>», του Ησυχίου (πρβλ. και Αρτεμίδωρος 2, 12: «<i>καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν</i>») [[είτε]] αποτελεί τολμηρή [[παρομοίωση]] τών θαλασσίων κυμάτων [[προς]] το χαρακτηριστικό [[πήδημα]] τών [[αιγών]] [[είτε]], πιθανότερα, έχει διαφορετική ετυμολ. [[προέλευση]], αναγόμενο στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>-(ομόηχη [[προς]] τη [[ρίζα]] απ' όπου παράγεται η <i>αἴγα</i>) που σήμαινε «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. [[αἰγανέη]], [[Αἰγαῖος]], [[αἰγιαλός]], αρχαίο [[ινδικό]] <i>ejati</i> «κινούμαι» <b>κ.ά.</b>). Στη Ν. Ελληνική η λ. διατηρήθηκε αυτούσια με τον ήδη μεσαιωνικό τύπο [[αίγα]], που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα νεοελλ. ιδιώματα (αία, αίγια, αιγιά, γαίγα). Στην Κοινή Νεοελληνική η λ. υποκαταστάθηκε στη [[χρήση]] από την ξενικής προελεύσεως λ. [[κατσίκα]] (από αλβαν. kats ή τουρκ. keҫi).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἴγεος]], [[αἰγίδιον]], [[αἴγιλος]], [[αἰπόλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοειδής]], [[αιγήσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιγοβοσκός]], [[αιγόκερας]], [[αιγόκερως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰγελάτης]], [[αἰγιβάτης]], [[αἰγοπόδης]], <i>αἰγόπυρος</i>, [[αἰγοκέφαλος]], [[αἰγόλεθρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰγίβοσκος]], [[αἰγίκνημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιγόδερμα</i>, [[αιγόδερμος]], [[αιγόθριξ]], [[αιγόμαλλο]], <i>αιγόμανδρα</i>.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':œrifoj 誒里賀士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':小山羊<br />'''字義溯源''':小山羊*,山羊,山羊羔;可能出自([[ἔριον]])=羊毛*)<br />'''同源字''':1) ([[ἐρίφιον]])山羊羔 2) ([[αἴξ]] / [[ἔριφος]])小山羊<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 一隻山羊羔(1) 路15:29;<br />2) 山羊(1) 太25:32
|sngr='''原文音譯''':œrifoj 誒里賀士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':小山羊<br />'''字義溯源''':小山羊*,山羊,山羊羔;可能出自([[ἔριον]])=羊毛*)<br />'''同源字''':1) ([[ἐρίφιον]])山羊羔 2) ([[αἴξ]] / [[ἔριφος]])小山羊<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 一隻山羊羔(1) 路15:29;<br />2) 山羊(1) 太25:32
}}
}}